Η επιπολαιότητα με την οποία πολλές αναλύσεις αναφέρονται στη νέα διεθνή

(ηγεμονική) τάξη πραγμάτων και στο «νέο διεθνές δίκαιο» οφείλεται, εν πολλοίς,

στην παραγνώριση του γεγονότος πως το «διεθνές πρόβλημα» έχει ιστορία τεσσάρων

τουλάχιστον χιλιετιών.

Οι λαοί πάντοτε επιδιώκουν κατάκτηση και εδραίωση της ανεξαρτησίας τους,

γεγονός το οποίο προκαλεί αέναη διαπάλη με τα εκάστοτε ηγεμονικά κράτη που

επιδιώκουν δημιουργία αυτοκρατοριών ή σφαιρών επιρροής.

Στη φάση μετάβασης από τον 19ο στον 20ό αιώνα, το «σύστημα της Βεστφαλίας» (το

οποίο εδραζόταν στην ιδέα τού έθνους – κράτους και στην κρατική κυριαρχία),

κλονίστηκε. Τρία ισχυρά διεθνιστικά ρεύματα σκέψης ­ ουιλσιανός

φιλελευθερισμός, μαρξιστικές ιδέες για παγκόσμια αταξική κοινωνία και

ρατσιστικά ιδεολογήματα ­ προκάλεσαν εισροή αντιθετικών ιδεολογικών και

πολιτικών εισροών στο διεθνές σύστημα. Όμως, στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ό

αιώνα, αν και ισχυρός, ο διεθνισμός δεν επικράτησε και τα πράγματα πήραν

διαφορετική τροπή.

Την περίοδο 1942-1943, στο πλαίσιο της «στρατηγικής των τεσσάρων αστυνόμων του

κόσμου», οι Αγγλοσάξονες ηγέτες, αφελώς, πίστεψαν πως αν δημιουργούσαν

διεθνείς ηγεμονικές δομές η ΕΣΣΔ θα τηρούσε συμφωνίες για συγκυβέρνηση του

κόσμου στη βάση σφαιρών επιρροής. Οι «μεγάλοι αστυνόμοι» θα προσδιόριζαν τη

«διεθνή τάξη» και τη «διεθνή δικαιοσύνη» στη βάση των δικών τους εθνικών

συμφερόντων. Το «εργαλείο» για την εφαρμογή αυτού του σχεδίου ονομάστηκε

Συμβούλιο Ασφαλείας. Ο μανδύας του Συμβουλίου Ασφαλείας ήταν το ευρύτερο

σύστημα του ΟΗΕ. Η εξέλιξη αυτή σήμαινε εγκατάλειψη ­ ίσως οριστική ­ των

ιδεών για οικουμενικές λύσεις και διεθνιστικές δομές.

Έκτοτε, επιβεβαιώθηκε το ιστορικό γεγονός πως οι συγκλίσεις των ηγεμονικών

δυνάμεων είναι αναπόφευκτα εφήμερες, αναποτελεσματικές και αντιπαραγωγικές: το

Συμβούλιο Ασφαλείας αδρανοποιήθηκε πλήρως λόγω συγκρούσεων μεταξύ των μεγάλων

δυνάμεων και το έλλειμμα «διεθνούς δικαιοσύνης» αυξήθηκε. Πολλές κοινωνίες,

βεβαίως, βρήκαν την ευκαιρία να κατακτήσουν την ανεξαρτησία τους.

Η ανάπτυξη του ­ πέραν του Συμβουλίου Ασφαλείας ­ συστήματος του ΟΗΕ,

αναμφίβολα, είχε τόσο θετικά όσο και αρνητικά αποτελέσματα. Τα θετικά

σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τις διαμεσολαβήσεις, την ανάπτυξη διαφόρων

επιτροπών εμπειρογνωμόνων και την κωδικοποίηση ορισμένων αρχών διεθνούς

δικαίου. Εξάλλου, η πόλωση των υπερδυνάμεων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού

Πολέμου ευνόησε τη δημιουργία ενός κοσμοϊστορικής σημασίας «διεθνούς

τετελεσμένου»: πολλά έθνη, αν και όχι όλα, κατέκτησαν την ανεξαρτησία και την

κυριαρχία τους. Όχι μόνον ηγέτες στον Τρίτο Κόσμο, αλλά και ετερόκλητοι

πολιτικοί άνδρες στην Ευρώπη, όπως ο Ντε Γκωλ και ο Ανδρέας Παπανδρέου,

θεωρούσαν την εθνική κυριαρχία ως το αντίστοιχο της ελευθερίας στο διεθνές

επίπεδο και αγωνίστηκαν για την κατάκτησή της. Σήμερα, αν και ο βαθμός

επιτυχίας για εθνική κυριαρχία – ελευθερία ποικίλλει, το εθνικο-κρατικό

«τετελεσμένο» είναι αναπόφευκτα τελεσίδικο.

Τα αρνητικά σχετίζονται με τις κενές περιεχομένου ιδεαλιστικές διακηρύξεις που

οικοδόμησαν μαγικά βουνά ουτοπίας, τα οποία κατέρρευσαν, όταν ξέσπασε η

γιουγκοσλαβική κρίση. Έτσι σήμερα έχουμε σύγχυση, αποπροσανατολισμό, κενό

πολιτικής, κενό ιδεολογίας και φλυαρίες για αναχρονιστικές (νεοφιλελεύθερες)

ιδέες περί θεσμοποιημένης ηγεμονικής ρύθμισης των διεθνών σχέσεων.

Πλανώνται όσοι πιστεύουν πως η βαρβαρότητα των βομβαρδισμών κατά της

Γιουγκοσλαβίας θα ανακόψει την αέναη τάση των κοινωνιών για ανεξαρτησία,

αυτονομία, ελευθερία και κυριαρχία και πως θα οδηγήσει στην εγκαθίδρυση

παγκόσμιας ηγεμονίας. Ως είθισται από αρχαιοτάτων χρόνων, εξάλλου, στη βάση

αυτής της πλάνης, οι νεροκουβαλητές του ηγεμονισμού στα μικρότερα κράτη

αυξάνονται και πληθύνονται. Εξ ου, η βιασύνη και η προπέτεια αναλύσεων υπέρ

άκριτης ενσωμάτωσης των νεοφιλελεύθερων ηγεμονικών επιλογών στην «ελληνική

εθνική κοσμοθεωρία».

Για δύο τουλάχιστον λόγους, αυτές οι αναλύσεις ή οι προσδοκίες θα διαψευσθούν:

Πρώτον, οι αμερικανικές ηγεμονικές μωροφιλοδοξίες συνιστούν την πλέον

ερασιτεχνική ηγεμονική εκδοχή της γνωστής ιστορίας. Τίποτα δεν μπορεί να

υπερισχύσει της ιστορικής ορμής των λαών για ανεξαρτησία, κυριαρχία και

ελευθερία. Δεύτερον, ιστορικά, οι ηγεμονικές συγκλίσεις ήταν πάντα εφήμερες.

Χαρακτηριστικά, στις παραινέσεις των Ρώσων για αποδοχή ενός ηγεμονικού

κονσέρτου των δυνάμεων της «χριστιανοσύνης» τον 19ο αιώνα, ο Βίσμαρκ ερώτησε:

«Και τι συμβαίνει, αν δεν συμφωνούν μεταξύ τους;». Σήμερα γνωρίζουμε την

απάντηση: δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και ένας Ψυχρός Πόλεμος. Πολλά έπονται.

Οίκαδε, το στοίχημα είναι η διασφάλιση τόσο της ανεξαρτησίας μας όσο και της

αξιοπρέπειάς μας.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και

Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.