Η εκλογική κοινωνιολογία γνώριζε ανέκαθεν ότι οι εκλογές αποτελούν μια

φωτογραφία της γνώμης των πολιτών στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Δεν

παράγουν όμως οι ίδιες οι εκλογές την γνώμη αυτή. Τουλάχιστον, ως προς τη

βασική της κατεύθυνση, η γνώμη αυτή διαμορφώνεται πολύ πριν από τη στιγμή της

ψηφοφορίας και μέσα από κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές που αναπτύσσονται και

συγκροτούνται έξω από την εκλογική σφαίρα.

Η μικρή θεωρητική αυτή υπόμνηση είναι απαραίτητη κάθε φορά που επιχειρείται η

ανάλυση ενός εκλογικού αποτελέσματος. Κι αυτό γιατί στην ουσία, κάθε εκλογή

παρέχει τα στοιχεία εκείνα που επιτρέπουν να μελετηθούν οι κοινωνικές

συμμαχίες και οι ευρύτεροι συσχετισμοί που «φωτογραφίζονται» εκλογικά.

Με τις εκλογές του 1977, η μετεμφυλιακή κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών

στρωμάτων βρήκε την πολιτική της διέξοδο στο νεοσύστατο τότε ΠΑΣΟΚ. Η δυναμική

του κόμματος αυτού οφειλόταν στο γεγονός ότι κατόρθωσε να εκφράσει μια πλατειά

κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης, των νέων μισθωτών στρωμάτων, των

φτωχών τάξεων της υπαίθρου, της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικής

δραστηριότητας και να την ολοκληρώσει πολιτικά με το προγραμματικό του

πλαίσιο. Το ΠΑΣΟΚ γεννήθηκε ακριβώς πάνω στο κενό που άφηνε η κρίση πολιτικής

εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων και αναπτύχθηκε μόνο χάρη στην πολιτική και

προγραμματική σχέση που οικοδόμησε με αυτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα

«ταξικά – κοινωνικά» χαρακτηριστικά της ψήφου του ΠΑΣΟΚ γίνονταν πιο έντονα

από εκλογή σε εκλογή και μάλιστα βάθυναν σε πρωτοφανή βαθμό για την εκλογική

ιστορία της χώρας στις εκλογές του 1985 και του 1993. Αντίστοιχο παράδειγμα

διαστρωμάτωσης ελληνικού πολιτικού φορέα θα αναζητηθεί ιστορικά μόνο στην

κοινωνική γεωγραφία του κατοχικού ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Σ’ αυτή τη συγκεκριμένη

σχέση εκπροσώπησης στηρίχθηκε άλλωστε η εξαιρετική ικανότητα του ΠΑΣΟΚ να

συμπιέζει τη δύναμη της κομμουνιστικής Αριστεράς, γεγονός που από την

τελευταία αποδιδόταν αμήχανα, κατά τη δεκαετία του ’80, είτε στον εκλογικό

νόμο είτε στη «λεηλάτηση» των αριστερών συνθημάτων.

Η κοινωνική συμμαχία που εξέφρασε στη μεταπολίτευση το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σήμερα

σε κατάσταση προϊούσας αποδιάρθρωσης. Το κυριότερο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών

είναι η αποδέσμευση μιας εξαιρετικά μεγάλης μερίδας λαϊκών στρωμάτων από το

ΠΑΣΟΚ, γεγονός που με τη σειρά του έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στο κομματικό

σύστημα. Η αποδέσμευση αυτή φαίνεται ότι έχει μονιμότερα και διαχρονικότερα

χαρακτηριστικά. Εντοπίζεται σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, τις

παραγωγικές λαϊκές τάξεις και τον περίγυρό τους. Συνοδεύεται από ιδεολογική

διαφωνία με βασικούς άξονες της επίσημης πολιτικής. Και, τέλος, πρόκειται για

διαδικασία με ιστορικό βάθος, αφού για πρώτη φορά καταγράφηκε στις εκλογές του

1996, όπου ­ παρά τη νίκη ­ οι αλλαγές στην εκλογική του βάση ήταν εμφανέστατες.

Η αποψίλωση του ΠΑΣΟΚ από τα λαϊκά του ερείσματα έχει τις ρίζες της στην

πολιτική που ακολούθησε μετά το 1993 και η οποία υπέτασσε τις κοινωνικές

προτεραιότητες στις πολιτικές της νομισματικής και οικονομικής σύγκλισης, οι

οποίες ωστόσο εμπεριέχουν οργανικά στοιχεία κοινωνικής και οικονομικής

ανισότητας εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Επιπλέον, μετά το 1996 προέβαλε μια

φυσιογνωμία που ήθελε να πείσει ότι αυτό ­ και όχι η συντηρητική παράταξη ­

είναι πιο φερέγγυος εκφραστής της στρατηγικής αυτής.

Η σταδιακή σύγκρουση με την κοινωνική του συμμαχία είχε ήδη αρχίσει. Οι

εντονότατες συγκρούσεις της προηγούμενης τριετίας στον αγροτικό χώρο, στην

παιδεία, στη βιομηχανία, στην υγεία και στην κοινωνική πρόνοια είχαν τη

φυσιολογική εκλογική τους αντανάκλαση: το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε κατά κράτος στον

αγροτικό τομέα, είδε τις δυνάμεις του να μειώνονται σοβαρά στους

συνταξιούχους, αποδοκιμάστηκε από τη νεολαία και τον άνεργο πληθυσμό και

μέτρησε τεράστιες απώλειες στα μισθωτά στρώματα.

Στις εργατικές – λαϊκές περιοχές του Λεκανοπεδίου η μείωσή του, σε σχέση με το

1993, φθάνει τις 20 μονάδες! Αντίθετα, βλέπει την εκλογική του επιρροή να

μεγαλώνει στις κατεξοχήν αστικές περιοχές.

Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ είναι ένα «νέο κόμμα»:

* Από πολιτικός φορέας των «λαϊκών τάξεων» έχει μεταβληθεί σε έναν

«ασταθή πολυσυλλεκτικό» εκλογικό μηχανισμό, χωρίς τη συμπαγή ηγεμονική

παρουσία κάποιας κοινωνικής συνιστώσας. Συνυπάρχουν σ’ αυτόν μερίδες του

κεφαλαίου και μικροαστικά στρώματα που μετακινήθηκαν από τη Ν.Δ., η ανώτερη

κρατική δημοσιοϋπαλληλία, αλλά και λαϊκά στρώματα που εξακολουθούν να

πιστεύουν σ’ αυτό.

* Από κόμμα – επίκεντρο του κομματικού συστήματος έχει μεταβληθεί σ’

έναν πολιτικό φορέα απομονωμένο στο μέσον, χωρίς πολιτικές συμμαχίες.

* Από κόμμα που αναζητεί τους πολιτικούς του πόρους στην κοινωνία έχει

μεταβληθεί σε κόμμα που εξαρτάται από τους πολιτικούς πόρους που παρέχει το κράτος.

Η κρίση που διέρχεται, δεν είναι ούτε κρίση επιμέρους πολιτικών ούτε απλώς μια

κρίση οργανωτική. Η κρίση στο ΠΑΣΟΚ είναι κρίση κοινωνικών συμμαχιών και κατ’

επέκταση φυσιογνωμίας.

Είναι μια κρίση που του επιβάλλει μια βασική αντίφαση:

Από τη μία πλευρά, είναι αδύνατον να αλλάξει κοινωνικές αναφορές και να

αντικαταστήσει τα φιλελεύθερα κόμματα στην εκπροσώπηση των αστικών

συμφερόντων. Τα κόμματα είναι προϊόντα των κοινωνικών αντιθέσεων και υπάρχουν

διαμέσου των σχέσεων εκπροσώπησης που εκφράζουν και συμπυκνώνουν ιστορικά. Αν

αλλάξουν αναφορά, θα υπονομεύσουν αυτήν τη sine qua non κοινωνική τους

προϋπόθεση. Θα αυτοκαταργηθούν.

Από την άλλη πλευρά, είναι αδύνατον να απαντήσει στο πρόβλημα των κοινωνικών

συμμαχιών, με μια ρητορική που θα παρέπεμπε στο «καθαρό παλαιό ΠΑΣΟΚ». Η

επανασύνδεση του ΠΑΣΟΚ με τις κοινωνικές του αναφορές δεν μπορεί να γίνει με

τρόπο μηχανιστικό. Κι αυτό γιατί δεν άλλαξε μόνο το ΠΑΣΟΚ στο διάβα του

χρόνου. Άλλαξε και η κοινωνία. Οι «μη προνομιούχοι» της σημερινής εποχής δεν

είναι ίδιοι με αυτούς της δεκαετίας του ’70. Όπως και εκείνοι δεν ήταν η απλή

συνέχεια των εξαθλιωμένων της δεκαετίας του ’40 ούτε του αγροτικού

προλεταριάτου, που μετανάστευε μαζικά στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.

Η λαϊκή κοινωνική συμμαχία σε κάθε εποχή έχει τη δική της ταυτότητα, τη δική

της ιδιοσυστασία. Θα ήταν αναχρονιστικό ένα κόμμα που θα έμενε προσκολλημένο

σε παλαιά κοινωνικά σχήματα, ενώ η κοινωνία αλλάζει στη δομή της και στην

ιδεολογία της. θα ήταν όμως και «εκτός ιστορίας», αν έχανε από την ταυτότητά

του το νήμα των κοινωνικών αντιθέσεων και οδηγείτο σε ουδέτερες

«εκσυγχρονιστικές» και «αναπτυξιακές» ιδεολογίες.

Το ΠΑΣΟΚ, ως συλλογικός πολιτικός διανοούμενος και ως «κόμμα των λαϊκών

τάξεων», θα έπρεπε να έχει εγκαίρως διαγνώσει τα νέα κοινωνικά υποκείμενα που

παράγουν οι εντονότατες ταξικές και οικονομικές αντιθέσεις της νέας εποχής. Να

βρει νέους τρόπους ένταξής τους στην πολιτική εκπροσώπηση. Να ανανεώσει την

κουλτούρα του, χωρίς να χάσει τη λαϊκότητα και τον ριζοσπαστισμό του. Να

εγγυηθεί μια ισορροπημένη διανομή του κοινωνικού πλούτου.

Όμως, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η «νέα σοσιαλδημοκρατία» της Ευρώπης, απέτυχαν στη

δεκαετία που τελειώνει να εκφράσουν τη νέα ιστορική σύνθεση. Πρακτικά,

αποδέχτηκαν ότι το 1/3 των κοινωνιών τους ήταν αδύνατον να ενταχθεί στο νέο

παραγωγικό πρότυπο και επέλεξαν να βρουν τη θέση τους μεταξύ των 2/3 που

μπορούσε λόγω γνώσεων και ένταξης να επιβιώσει στη νέα κοινωνική

πραγματικότητα. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία, ο δυτικός κόσμος δεν ήταν τόσο

εύπορος και ο κοινωνικός πλούτος τόσο μεγάλος. Κι όμως η φτώχεια, η

περιθωριοποίηση, η ανεργία, η απειδίκευση, η «ελάχιστη εργασία», η ανασφάλεια

αυξάνονται αντιστρόφως ανάλογα.

Τα εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υπήρξαν γεννήματα της εισόδου των

«απόκληρων» μαζών στην πολιτική, προϊόντα της διεύρυνσης της δημοκρατίας και

των πολιτικών δικαιωμάτων. Σήμερα, οι «απόκληρες» μάζες απομακρύνονται από το

πολιτικό σύστημα, ζουν εκτός των τειχών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η

τεράστια αποχή των Ευρωπαίων πολιτών στις πρόσφατες εκλογές είναι κυρίως

εντοπισμένη στους εργάτες, στους μισθωτούς, στους νέους και τις νέες, στους

φτωχούς των πόλεων. Αν αυτή η μορφή «ταξικής δημοκρατίας» δεν ανακοπεί, τα

σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θα οδηγηθούν στον μαρασμό.

Τίθεται συνεχώς τις τελευταίες ημέρες το ερώτημα αν το εκλογικό αποτέλεσμα

είναι αναστρέψιμο για το ΠΑΣΟΚ. Το πραγματικό διακύβευμα, ωστόσο, είναι αν το

ΠΑΣΟΚ μπορεί πλέον να υπάρξει ως «κόμμα των λαϊκών τάξεων» και της κοινωνικής συνοχής.

Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι πολιτικός επιστήμων, πρόεδρος του

Ινστιτούτου V-PRC.