Η έκβαση των ευρωεκλογών δεν αποτέλεσε μόνο την πρώτη, μετά τον Απρίλιο του

1990, πολιτική ήττα του ΠΑΣΟΚ, μια ήττα της οποίας την έκταση και το

περιεχόμενο αρνείται άλλωστε να κατανοήσει και να εκλογικεύσει η ηγετική του ομάδα.

Συνιστά κυρίως μια κοινωνική και ιδεολογική ήττα, η οποία εκφράζει τις βαθιές

ιστορικές αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ. Σε συνδυασμό

μάλιστα με την καθήλωση της Ν.Δ., την αδυναμία της να αποκτήσει μια νέα

κοινωνική δυναμική και να διαμορφώσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας,

μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο μιας στρατηγικού

χαρακτήρα κρίσης των φορέων εξουσίας.

Τις προηγούμενες δεκαετίες το πολιτικό σύστημα χαρακτηριζόταν από ολομέτωπες

αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις.

Σήμερα κινδυνεύει από την κρίση «ομογενοποίησης» και σύγκλισης των φορέων της εξουσίας…

Η συνεκτική κοινωνική συμμαχία πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η ιστορική πορεία

και η πολιτικο-ιδεολογική ισχύς του ΠΑΣΟΚ ακυρώθηκε ­ και θεωρητικά και

πρακτικά ­ από το «μετα-μοντέρνο»/εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ.

Δεν υπάρχουν πλέον ­ σύμφωνα με τις νέες αντιλήψεις ­ ως κοινωνικές

κατηγορίες, ως συλλογικά πολιτικο-κοινωνικά υποκείμενα, οι αγρότες, οι

μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι…

Όλοι αυτοί αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως «συντεχνίες», ως ομάδες συμφερόντων

και αντικαθίστανται σταδιακά από άτομα – πελάτες: Αυτούς που παίρνουν δάνειο

για σπίτι, που ψωνίζουν ως καταναλωτές, που «επιμορφώνονται», που συμμετέχουν

ως οικονομικές μονάδες στην αγορά…

Αυτό το ­ γνήσια βεμπεριανό ­ πρότυπο έχει υιοθετηθεί ως θεωρητικό θεμέλιο από

το «μετα-μοντέρνο» ΠΑΣΟΚ, με αποκορύφωμα τον προεκλογικό – προπαγανδιστικό του

λόγο.

Σύμφωνα με αυτόν ο «σύντροφος» Καραγκούνης ­ ο συμπαθής κατά τα άλλα

εκπρόσωπος των μικρομετόχων ­ απέβη το παράδειγμα του ορθολογικά δρώντος

ατόμου στην αγορά και εξέφρασε το πλαίσιο της νέας «δυναμικής» κοινωνικής

«πρωτοπορίας», στην οποία προσβλέπει η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ.

Όταν όμως οι πολίτες αποδεσμεύονται από τα πολιτικο-ιδεολογικά χαρακτηριστικά

των κομμάτων και μετατρέπονται σε «ψηφοφόρους – πελάτες» τότε μπορούν πολύ

εύκολα να επιλέγουν ­ με τη λογική του ιδιωτικού συμφέροντος ­ το «άλλο»

κόμμα.

Μέσω λοιπόν της μετατροπής του πολιτικο-κοινωνικού δεσμού σε ιδιωτικό κίνητρο

ανοίγονται διάπλατα οι δίαυλοι μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.

Γι’ αυτό και τα κοινωνικά προπύργια του ΠΑΣΟΚ καταρρέουν και αποδιαρθρώνεται η

ιστορική κοινωνική συμμαχία που «άνθεξε» για δύο και πλέον δεκαετίες.

Με τις εκλογές του 1977 τα λαϊκά στρώματα έλυσαν το πρόβλημα της πολιτικής

εκπροσώπησής τους, ένα πρόβλημα που κυριάρχησε μεταπολεμικά. Σήμερα, 20 χρόνια

μετά, η πολιτική σχέση εκπροσώπησης εισέρχεται σε νέα περίοδο οξυμμένων αντιφάσεων.

Στις εργατικές – λαϊκές συνοικίες, όπου το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του ’93

συγκέντρωσε ποσοστά της τάξεως του 50% και άνω, σήμερα μόλις προσεγγίζει ­ και

μάλιστα με εκπληκτική ομοιομορφία ­ ποσοστό 32% (Περιστέρι, Αιγάλεω, Νίκαια,

Ν. Ιωνία, Βύρωνας, Ν. Λιόσια κ.λπ. αλλά και Β’ Θεσσαλονίκης).

Αντίθετα, στον πυρήνα των αστικών κέντρων και στα πλούσια προάστια το ποσοστό

του ΠΑΣΟΚ αυξάνεται σε σχέση με το ’93 (Φιλοθέη, Εκάλη, Παλαιό Ψυχικό,

Παπάγου, Κολωνάκι).

Σ’ αυτά μάλιστα τα κέντρα η Νέα Δημοκρατία υφίσταται ένα διπλό «διεμβολισμό»

από το ΠΑΣΟΚ και τον κ. Στ. Μάνο, το κόμμα του οποίου έρχεται τρίτο με ποσοστά

της τάξεως του 15%. Στο ΠΑΣΟΚ δεν υφίσταται πλέον ο κεντρικός κοινωνικός

πυρήνας της συμμαχίας μισθωτών, υπαίθρου και μικρομεσαίων.

Η κοινωνική – εκλογική του επιρροή είναι ομοιόμορφη τόσο στους μισθωτούς και

τους μικρομεσαίους όσο και στους επιχειρηματίες.

Όλοι αυτοί συνυπάρχουν αυτόνομα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και δεν

συνιστούν μια συνεκτική κοινωνική συμμαχία με σαφείς οικονομικούς και

κοινωνικούς στόχους. Γι’ αυτό και η κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ χάνει τα όριά

της, καθίσταται ασταθής και ευάλωτη προς όλες τις κατευθύνσεις του πολιτικού φάσματος.

Την αποδυνάμωση και αποδιάρθρωση της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να

την εκμεταλλευθεί η Ν.Δ. Η βασική αντίφαση της Ν.Δ. είναι ότι σήμερα μπορεί

μεν να εισπράττει τμήμα της κοινωνικής διαμαρτυρίας από στρώματα που

πλήττονται από τους μηχανισμούς της αγοράς και το μονεταριστικό πρότυπο

(συνταξιούχοι, αγρότες), όμως αυτά τα στρώματα δεν μπορεί να τα εντάξει σε ένα

κοινωνικό πρότυπο. Αντίθετα, στην πράξη υπηρετεί ένα ακόμα πιο αυστηρό

οικονομικό πρότυπο.

Αν προς τα «δεξιά» το ΠΑΣΟΚ χάνει αγρότες και συνταξιούχους, προς τα αριστερά

προσμετρά απώλειες από δυναμικά λαϊκά κοινωνικά ερείσματα. Το γεγονός ότι το

άθροισμα ΚΚΕ – ΣΥΝ – ΔΗΚΚΙ έφθασε το 30% στις λαϊκές συνοικίες αποκαλύπτει την

αγωνία ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας να υπάρξει μια

εναλλακτική πολιτική στρατηγική ικανή να διασφαλίσει την απρόσκοπτη

αναπαραγωγή του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας κι όχι ορισμένων προνομιούχων

τμημάτων της.

Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν την επόμενη περίοδο

τα κόμματα εξουσίας και όχι να σχεδιάζουν πώς θα κερδίσουν τις εκλογές με την

αλίευση κάποιων δεκάδων χιλιάδων ψήφων…

Η αντιμετώπιση των καίριων προβλημάτων, όπως η ανεργία, οι κοινωνικές

πολιτικές, οι αναγκαίες παραγωγικές αναδιαρθρώσεις, η δίκαιη διανομή του

πλούτου, απαιτούν μια εναλλακτική στρατηγική και όχι αλλαγές θέσεων και προσώπων.

Η κρίση του πολιτικού συστήματος οφείλεται στην αδυναμία των κομμάτων εξουσίας

να διατυπώσουν μια τέτοια εναλλακτική στρατηγική.

Οφείλεται στην υπερβολική «σύγκλιση» των πολιτικών τους ­ που όπως

επισημαίνουν οι Cl. offe και G. Habermas οδηγεί στην πολιτική ομοφωνία και ­

τελικά ­ στην πολιτική αφωνία…

Γι’ αυτό και οι πολίτες ψηφίζουν χωρίς πια να ελπίζουν…

Ο Μενέλαος Γκίβαλος είναι Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.