Με το τέλος της χιλιετίας, εμφανίζονται παραδοξολογίες, ένοχες ή αθώες.

Προφητεύεται το τέλος γνωστών και βεβαίων, η έλευση αγνώστων και αβέβαιων.

Προαγωγοί παγκοσμιοποίησης και απορρύθμισης διαβεβαιώνουν ότι τα έθνη

διαλύονται, τα κράτη χάνουν το περιεχόμενό τους, η κοινωνιολογική πλειοψηφία

των μισθωτών αποσυντίθεται, η πολιτική εκπίπτει.

Καλούνται όλοι να απεκδυθούν ιστορικών καταστάσεων, να αδρανοποιηθούν εν

αναμονή αγνώστου Μεσσία, ο οποίος φευ δεν είναι άλλος από τον πανάρχαιο: το

χρήμα. Ο φετιχισμός του χρήματος, η τοκογλυφία, η χρυσοφιλία, ως κοινωνικοί

νόσοι, υπάρχουν από αρχαιοτάτων χρόνων, από την αρχαία Μεσοποταμία, το

σύνδρομο του Μίδα, την πρακτική Νέρωνα και Διοκλητιανού. Εάν έθνη, κράτη,

κοινωνικές τάξεις και πολιτική εξηρτώντο από τους παραπάνω ένδοξους προγόνους,

δεν θα είχαν ποτέ υπάρξει. Το δράμα είναι ότι οι μη κατέχοντες, ακριβώς επειδή

δεν διαθέτουν τίποτα άλλο, κρεμιούνται από τα ελάχιστα που πιστεύουν ότι

διατηρούν ακόμη απαράγραπτα: φυλή, ομολογία πίστεως, γλώσσα, παράδοση, θρύλοι.

Κάθε φορά στην ιστορία που το μέλλον σκοτεινιάζει, ανακαλείται το παρελθόν ως

δύναμη αντίστασης των λαών στην επερχόμενη ανασφάλεια. Το ότι τα ελάχιστα

ξανάρχονται στην επιφάνεια μπορεί να είναι αναχρονισμός, δυστυχία και

αθλιότητα, όμως από πότε για την αθλιότητά τους ευθύνονται οι εξαθλιωμένοι,

για τη δυστυχία τους οι δυστυχείς, για την οπισθοδρόμησή τους αυτοί στους

οποίους έκλεισαν όλες χωρίς εξαίρεση οι πόρτες του μέλλοντος:

Στην εποχή μας, παρά τις υφέρπουσες δοξασίες περί του τέλους όλων των γνωστών,

ό,τι εθεωρείτο ξεπερασμένο έχει αναπότρεπτα αναβιώσει και επικρατεί: ρετρό

στις τέχνες, έθνικ στις μόδες, φυγή από τα αστικά κέντρα, κατανάλωση προϊόντων

προβιομηχανικής ποιότητος, ζητήματα ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητος. Ο

σύγχρονος άνθρωπος του τέλους του αιώνα διέπεται από ένα νέο άγχος: να δείξει

ότι ανήκει σε κάποιο χώρο διακριτό, σε κάποια ομάδα και υποσύνολο που

διακρίνεται από άλλα. Εάν κατά τα τελευταία 200 έτη πρόβλημα ήταν η απόσπαση

του ατόμου από το περιβάλλον του, σήμερα πρόβλημα αποβαίνει όλο και

περισσότερο το ακριβώς αντίστροφο: η αναπαλλοτρίωτη ένταξη του ατόμου σε

κάποιο διακριτό χώρο. Το ότι με τις νέες τεχνολογίες η διαδικασία της εργασίας

μεταβάλλεται δεν σημαίνει ότι καταργούνται οι μισθωτοί ή η εργασία. Ακόμη και

με τον μέγιστο βαθμό ανομοιογένειας, οι εργαζόμενοι θα είναι πάντα

εργαζόμενοι, οι μισθωτοί μισθωτοί, και η κοινωνιολογική πλειοψηφία θα τους

ανήκει αναπότρεπτα, όχι λιγότερο, αλλά όλο και περισσότερο, εφόσον από την

άλλη πλευρά ο πλούτος και η ισχύς μοιραία δεν παύουν να συγκεντρώνονται σε όλο

και λιγότερα χέρια.

Αντίθετα με τον Ρουσώ, που πίστευε ότι το κράτος νομιμοποιεί την αυθαιρεσία

των ισχυρών, ο Βολταίρος διεκήρυσσε ότι το κράτος περιορίζει την αυθαιρεσία

των ισχυρών. Ο καθένας δυσφήμησε το κράτος προς διαφορετική κατεύθυνση. Στην

εποχή μας το φιλελεύθερο θεώρημα έχει δυσφημήσει βαθύτατα κάθε ρόλο κράτους,

λόγω γραφειοκρατίας, διαφθοράς και ανικανότητος. Όμως, ενώ αυτό υποτίθεται ότι

ανοίγει δρόμο στον αστικό μεταλλακτισμό, από την άλλη πλευρά δεν εμποδίζει να

αναπτύσσεται, αντί να εξασθενίζει, η από τα κάτω ζήτηση έθνους, κράτους,

δικαιοσύνης και δημοκρατίας.

Με τη συγκρότηση της παγκόσμιας αγοράς από τη Βρετανία στον 19ο αιώνα

αναδύθηκαν τα έθνη, τα εθνικά κράτη και τα εθνικά κινήματα. Με το τέλος του

1ου Παγκοσμίου Πολέμου διαλύθηκαν πολυεθνικές αυτοκρατορίες και προστέθηκαν

νέα εθνικά κράτη. Με τη διαμόρφωση της Pax Americana μεταπολεμικά, ήλθαν στο

φως πρώην αποικιακά έθνη και κράτη. Με την κατάρρευση του κομμουνισμού, μόνη

βεβαιότητα είναι πλέον το πλήθος νέων εθνικών κρατών που τον διαδέχθηκαν.

Άραγε είναι παράδοξο ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ξαναγίνονται επίκαιρα

τα εθνικά ζητήματα, οι πολιτιστικές ταυτότητες και διακρίσεις, οι

ανταγωνισμοί; Ιράκ, Τουρκία, Βοσνία, Κοσσυφοπέδιο: στις μείζονες εστίες

διεθνούς αναταραχής κατά τα τελευταία έτη, οι εθνικισμοί όχι μόνον υφέρπουν

από την πλευρά των τοπικών πρωταγωνιστών αλλά και υποδαυλίζονται μέχρι

απελπισίας από αυτούς που υποτίθεται έχουν ξεπεράσει τέτοιου είδους

πρωτογονισμούς. Ενώ κάποιοι μαρξιστοφανείς υποστηρίζουν σήμερα ότι το έθνος

είναι τεχνητό δημιούργημα του κράτους, η Ιστορία δείχνει ότι πίσω και από τα

δύο βρίσκεται πάντα η μαύρη απελπισία των λαών που αγωνίζονται να υπάρξουν

έτσι απλά.

Η επιστροφή στα ελάχιστα συνιστά ασφαλώς απελπισία, αλλά αυτοί που έχουν

ακυρώσει κάθε άλλη ελπίδα ευθύνονται πολύ περισσότερο γι’ αυτό απ’ ό,τι οι

ίδιοι οι απελπισμένοι.