Όσοι αναζητούν κάποιο λογικό ειρμό στις κυβερνητικές «πράξεις» που οδήγησαν

τον Οτζαλάν στα χέρια των δημίων του, όσοι νομίζουν ότι η Ιστορία «γράφεται»

σαν μια ακολουθία τυχαίων συμβάντων ή λαθών, οφείλουν να κατανοήσουν ένα

βασικό αξίωμα.

Ότι δηλαδή, πίσω από κάθε «λάθος» υπάρχει μια στρατηγική επιλογή, πίσω από

κάθε ­ ατυχή ή όχι ­ χειρισμό υπάρχει ένας μακροπρόθεσμος στόχος.

Κι εδώ, δυστυχώς, φαίνεται ότι βρισκόμαστε σε μια νεωτερική εκδοχή της

στρατηγικής του «ανήκομεν»: «Ανήκομεν» στην ΟΝΕ, «ανήκομεν» στη CIA…

Δύο υπήρξαν οι ιστορικοί «πυλώνες» πάνω στους οποίους θεμελιώθηκε η κυριαρχία

του ΠΑΣΟΚ στη σύγχρονη πολιτική ζωή της χώρας:

Ήταν αφ’ ενός η οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας και αφ’ ετέρου η ανάδειξη μιας

εθνικής στρατηγικής που καθόρισε ως βασικό της πυρήνα την προάσπιση της

εδαφικής ακεραιότητας και την πρόταξη του εθνικού συμφέροντος στη λήψη των

αποφάσεων που καθορίζουν τη συνολική εθνική μας πορεία.

Σήμερα, 25 σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυσή του, φαίνεται ότι και οι δύο αυτοί

«πυλώνες» κλονίζονται σοβαρά. Οι θεσμοί του κοινωνικού κράτους παραδίδονται

στους μηχανισμούς του νεοφιλελεύθερου ανταγωνισμού και αποσυντίθενται, χρόνο

με τον χρόνο. Τα κοινωνικά δικαιώματα χάνουν τον καθολικό τους χαρακτήρα και

αποδίδονται πλέον «επιλεκτικά». Μεταβαίνουμε ιστορικά από το κοινωνικό κράτος

των ισότιμων και ισόνομων πολιτών στο κράτος ελεημοσύνης που απευθύνεται ­

δήθεν ­ στους ανήμπορους και στους απόκληρους…

Η δεύτερη όμως, και πιο σημαντική αποθεμελίωση ­ διότι εκεί δεν υπάρχει «οδός

επιστροφής» ­ συντελείται στο ζήτημα της εθνικής στρατηγικής.

Το «νεωτερικό» ΠΑΣΟΚ και η ηγετική του ομάδα δεν ευθύνονται για κακούς

χειρισμούς αλλά για την αγνόηση ή την άγνοια μιας προφανούς ιστορικής πραγματικότητας:

* Ότι δηλαδή η ίδια η εθνική στρατηγική ­ η αντιμετώπιση του εθνικού

προβλήματος ­ αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ευρωπαϊκή πορεία

της χώρας μας. Αντίθετα η ευρωπαϊκή μας πολιτική είναι μια αναγκαία μεν αλλά

όχι ικανή προϋπόθεση για την προάσπιση της εθνικής ακεραιότητας και της

αξιοπρέπειας της χώρας.

Αυτή ακριβώς η βασική αντιστροφή της στρατηγικής μας οδήγησε σε μια σειρά

καταστροφικών χειρισμών (Ίμια, Συμφωνία Μαδρίτης, ΝΑΤΟϊκή κυριαρχία στο

Αιγαίο, «απόσυρση» των S-300, υπόθεση Οτζαλάν) που δεν αποτελούν τυχαία

«προϊόντα» ατομικών ή συλλογικών κυβερνητικών βουλήσεων αλλά συνεκτικούς

κρίκους μιας στρατηγικής «αλυσίδας». Το ΠΑΣΟΚ δεν κινδυνεύει απλώς και μόνο να

χάσει την εξουσία ­ γεγονός απόλυτα φυσιολογικό άλλωστε στα κοινοβουλευτικά

πολιτεύματα: Κινδυνεύει να ακυρωθεί ιστορικά, να εκπέσει, να απαξιωθεί στη

συνείδηση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, που όχι μόνο στήριξε το ΠΑΣΟΚ

αλλά ταυτίσθηκε μαζί του στην προάσπιση των εθνικών, κοινωνικών και

ανθρωπιστικών στόχων που έθεσε από την πρώτη στιγμή ο ιδρυτής και ιστορικός

του ηγέτης Α. Παπανδρέου. Ζούμε ασφαλώς σε εποχές «μειωμένων προσδοκιών», όπου

κυριαρχεί το «γκρίζο» και η μετριότητα. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα

πρέπει να αποποιηθεί τον ιστορικό της ρόλο και να αποδεχθεί ένα καθεστώς

«μειωμένης κυριαρχίας» έναντι της Τουρκίας.

Αν το ίδιο το ΠΑΣΟΚ δεν κατανοήσει ότι δεν μπορεί πλέον να διαδραματίζει τον

άχρωμο διαχειριστή των «μειωμένων προσδοκιών» και της «μειωμένης εθνικής

κυριαρχίας» τότε θα χάσει σύντομα τον κυρίαρχο ιστορικό του ρόλο στην πολιτική

ζωή της χώρας και ­ νομοτελειακά ­ θα περάσει στο ιστορικό περιθώριο.

Το ΠΑΣΟΚ πρέπει και πάλι να επαναπροσανατολισθεί στις μεγάλες εθνικές και

κοινωνικές του στρατηγικές. Όσοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τη σημασία που

έχουν οι στρατηγικές αυτές για την ίδια την εθνική μας επιβίωση δεν μπορούν να

καθοδηγούν το ΠΑΣΟΚ και να οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδα και εθνικές

ταπεινώσεις.

Για πρώτη φορά από τον θάνατο του Α. Παπανδρέου το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται μπροστά στο

ιστορικό δίλημμα, που φέρει εγγενώς από την ίδρυσή του: Αν θα μπορέσει να

επικυρώσει τους ιστορικούς όρους και τις δεσμεύσεις που το έφεραν στην εξουσία

ή αν θα αρνηθεί τον «εαυτό» του και θα περάσει στο περιθώριο.

Όσοι τουλάχιστον συνειδητοποιούν το ηθικό, πολιτικό και ιστορικό «βάθος» αυτού

του διλήμματος οφείλουν να δώσουν το «παρών» τους και να προασπίσουν τον

ιστορικό ρόλο και την πολιτική αξιοπρέπεια του μεγάλου λαϊκού Κινήματος.

Ο Μενέλαος Γκίβαλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.