ΙΣΩΣ ΔΕΝ θα έπρεπε να μας αιφνιδιάσει η επίθεση του Μιλτιάδη Έβερτ κατά του

δημοσιογράφου Παύλου Τσίμα. Εδώ και αρκετό καιρό δημόσια πρόσωπα απ’ όλους

τους χώρους πυροβολούν απρόκλητα (αλλά όχι απρογραμμάτιστα) δημοσιογράφους και

Μέσα. Ξεκινώντας από το ρεφρέν «δεν τα απέδωσαν σωστά οι δημοσιογράφοι» και

περνώντας στα «σατανικά διαπλεκόμενα» φθάνουν στην προχθεσινή κορόνα του κ.

Έβερτ περί στημένης συνέντευξης και ­ εμμέσως πλην σαφώς ­ περί χρηματισμού

του δημοσιογράφου που πήρε τη συνέντευξη από τον Πρωθυπουργό!

Οι ατεκμηρίωτες καταγγελίες που εκτοξεύονται συνεχώς από μεγαλόσχημους έχουν,

προφανώς, διπλό στόχο: Από τη μια να μείνουν, ανέξοδα, στον αφρό της

επικαιρότητας, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα και τα αυτιά των δικών τους. Από την

άλλη να τρομοκρατήσουν δημοσιογράφους και Μέσα, ώστε στο μέλλον να είναι πιο

«συνετοί», πιο «προσεκτικοί».

Ο κ. Έβερτ δεν ατύχησε μόνο γιατί οι χαρακτηρισμοί του είχαν στόχο έναν από

τους πιο συνεπείς και ακέραιους του σιναφιού μας, αλλά και γιατί το πέπλο ήταν

τόσο διαφανές που διαγράφηκαν αμέσως οι προθέσεις.

Ο δημοσιογραφικός χώρος δεν κατοικείται μόνο από αγγέλους, όπως και κανένας

χώρος στην κοινωνία. Θα περίμεναν, λοιπόν, οι πολίτες κριτική τεκμηριωμένη,

σκληρή αν θέλετε, αλλά δίκαιη.

Αντί γι’ αυτό ζούμε μέρα τη μέρα το γιγάντωμα ενός επικίνδυνου φαινομένου: Της

σπίλωσης και της ισοπέδωσης συνολικά του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.

Και δεν κατανοούν, όσοι με απερισκεψία κραυγάζουν, ότι αυτοκτονούν, αφού κι

αυτοί στον ίδιο χώρο της δημοσιότητας κινούνται. Κι αυτό λίγο θα μας

ενδιέφερε, αν οι άκριτες επιθέσεις δεν είχαν εν τέλει αντίκτυπο στην καρδιά

της δημοκρατίας, δηλαδή στην ελευθερία του λόγου.