Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 διατυπώθηκε από το σύνολο σχεδόν των

κομματικών προγραμμάτων η ιδέα του εκσυγχρονισμού. Σύμφωνα με την ιδέα αυτή η

ελληνική κοινωνία δεν ορίζεται ως το πεδίο αντιμαχόμενων κοινωνικών ομάδων ή

ως ο χώρος όπου διεξάγεται η ταξική πάλη, αλλά αντιθέτως συγκροτείται ως

πραγματολογική συνθήκη διαμεσολαβήσεως και επικοινωνιακής διευθετήσεως των επί

μέρους κοινωνικών συμφερόντων.

ΣΤΗΝ κλασική κοινωνική και πολιτική θεωρία τον ρόλο του διαμεσολαβητή

επωμίζεται το κράτος. Για την επικοινωνιακή πολιτική θεωρία η «κοινωνία των

πολιτών» λειτουργεί ως κοινωνική δυναμική, η οποία αποσαφηνίζει τα κοινωνικά

περιεχόμενα και αιτήματα. Με άλλα λόγια, κατά την επικοινωνιακή πολιτική

θεωρία η ύπαρξη και η κοινωνική λειτουργία της «κοινωνίας των πολιτών»

κρίνεται ως αποφασιστική για την άρθρωση των ιδεολογικών προγραμμάτων των

πολιτικών κομμάτων.

Ειδικότερα για τα ελληνικά πολιτικά κόμματα διαπιστώνεται ότι αυτά λειτουργούν

στο πλαίσιο του παλαιού ιδεολογικού καθεστώτος και όχι υπό τη δυναμική της

επικοινωνιακής και εκσυγχρονιστικής διαδικασίας, η οποία λαμβάνει χώρα στην

ίδια την κοινωνία. Η ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία των τελευταίων

δεκαετιών διέρχεται στις ημέρες μας μια κρίση αντιπροσώπευσης. Εάν αυτή η

κρίση δεν ξεπερασθεί, τότε είναι βέβαιο ότι η οργάνωση του πολιτικού

συστήματος θα απηχεί καταστάσεις που αντιστοιχούν στην παλαιά δομή της

κοινωνίας μας. Παρατηρείται δηλαδή το εξής παράδοξο: ενώ η ελληνική κοινωνία

έχει αναπτύξει μια επικοινωνιακή δυναμική, το πολιτικό σύστημα παραμένει

προσηλωμένο στις παλαιές συστατικές δομές της κοινωνίας μας.

Το παράδοξο αυτό καθίσταται ανάγλυφο, εάν εξετάσει κανείς τις κοινωνικές

κινητοποιήσεις των τελευταίων ετών σε συνδυασμό προς την πολιτική κατεύθυνση

του εκσυγχρονισμού της κυβερνήσεως Σημίτη. Εδώ διεξάγεται ένας ιδιότυπος

πόλεμος, μια ιδιόμορφη πάλη, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τις κλασικές

μορφές του αγώνα των εργαζομένων. Έχουμε να κάνουμε με επίδικα αντικείμενα, τα

οποία αναφέρονται περισσότερο στην προνομιακή σύνδεση με το κράτος και

λιγότερο σε χειραφετητικά αιτήματα.

Η κυβέρνηση Σημίτη προωθεί ένα σχέδιο κοινωνικού εκσυγχρονισμού και οι επί

μέρους κοινωνικές ομάδες αντιστέκονται και επιδιώκουν πεισματικά τη διαιώνιση

του «παλαιού καθεστώτος». Το πρώτο παράδοξο της αναντιστοιχίας ανάμεσα στην

κοινωνική δομή και στο πολιτικό σύστημα συμπληρώνεται με ένα ακόμη παράδοξο,

το οποίο δεν είναι άλλο από εκείνο της πολιτικής πρωτοπορίας των κυβερνητικών

επιλογών έναντι της καθυστέρησης των κοινωνικών συντεχνιών. Στα δύο αυτά

παράδοξα που χαρακτηρίζουν την πολιτική και κοινωνική δομή της ελληνικής

κοινωνίας θα πρέπει να προστεθεί και ο επιταχυνόμενος ρυθμός μετατροπής της σε

επικοινωνιακή κατάσταση. Για να γίνουν όλα όσα αναφέρονται εδώ σαφή, θα πρέπει

κανείς να εξηγήσει πώς και γιατί η ελληνική κοινωνία από ένα σύστημα

παραδοσιακών κοινωνικών συμφερόντων μετατρέπεται σε μια επικοινωνιακή

κατάσταση. Γιατί αποκτούν το πάνω χέρι η γλώσσα και η επιχειρηματολογία και

όχι το κεφάλαιο και η εργασία; Πράγματι η ανάπτυξη των μέσων μαζικής

ενημέρωσης και η δημιουργία της δημόσιας σφαίρας του διαλόγου είναι πια

συστατικά στοιχεία της πολιτικής και κοινωνικής δομής της κοινωνίας.

Κατά τη μετάβαση αυτή από την κοινωνία της εργασίας στην κοινωνία των

πληροφοριών γεννιούνται οι πραγματολογικές συνθήκες για νέες οργανωτικές

συλλογικότητες στο επίπεδο των κομμάτων. Τα δύο μεγάλα κόμματα, η Νέα

Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, δεν διακρίνονται με βάση τις ιδεολογικές διαφορές

τους, αλλά με κριτήριο την επικοινωνιακή ορθολογικότητά τους. Η διαδικασία του

εκσυγχρονισμού είναι ο μοναδικός τρόπος για να ανατραπεί η συνείδηση της

αναδιανεμητικής λογικής που χαρακτηρίζει την κοινωνία της εργασίας και η

ιδεολογία της Κεντροαριστεράς ο μοναδικός τρόπος για να βρεθεί μια

διαμεσολαβητική λύση ανάμεσα στην κοινωνική δυναμική που εκφράζουν οι κινήσεις

των πολιτών και στην κρατική δομή στις συνθήκες της κοινωνίας των πληροφοριών.

Είναι λάθος να νομίζουν πολλοί ότι οι έννοιες του εκσυγχρονισμού και της

Κεντροαριστεράς είναι βουλησιαρχικές. Ότι δηλαδή εκφράζουν τη βούληση κάποιου

κοινωνικού ή πολιτικού υποκειμένου, το οποίο προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή

του. Η επικράτησή τους είναι υπόθεση εφαρμογής της πολιτικής κριτικής δυνάμεως

(Urteilskraft). Και φαίνεται πως στη φάση αυτή ανάπτυξης της ελληνικής

κοινωνίας τον ρόλο αυτό επωμίζεται η κυβέρνηση Σημίτη. Το πολιτικό σύστημα και

οι κομματικές οργανώσεις διανύουν μια φάση επαναπροσδιορισμού. Πολλοί νομίζουν

ότι το νέο πολιτικό σκηνικό σε επίπεδο κομμάτων θα προκύψει μέσω ιδεολογικών

προσαρμογών ή πολιτικών διευθετήσεων. Η πλάνη σ’ αυτή την περίπτωση είναι

μεγάλη. Μπορεί για μερικά χρόνια η κυβέρνηση Σημίτη να σηκώνει το βάρος της

πολιτικής πρωτοπορίας, αλλά χρειάζεται ο κοινωνικός χώρος που εκτείνεται από

τη Δεξιά ώς την Αριστερά να βρει μια νέα οργανωτική συλλογική έκφραση στο

πλαίσιο μετατροπής της ελληνικής κοινωνίας σε επικοινωνιακή κατάσταση.

Ο Θ. Γεωργίου είναι συγγραφέας.