ΘΕΙΑ ΗΣΥΧΙΑ περί το μεσονύκτιο. Τα παιδιά λείπουν, οι γείτονες αραιώνουν, το

γκαράζ μισοάδειο, ο ήχος του ασανσέρ που ανεβαίνει μόλις που ακούγεται στο

διάδρομο. Στο μπαλκόνι φύλλο δεν κουνιέται, τα τζιτζίκια στα πεύκα διαψεύδουν

την πρόβλεψη πως η θερμοκρασία θα πέσει, μεσοκαλόκαιρο και ακόμη ούτε μια

βουτιά στη θάλασσα, μονάχα διαδρομές στη φλεγόμενη άσφαλτο, παρηγοριά το

κλιματιστικό του αυτοκινήτου.

Αυτός ο μήνας κάθε χρόνο είναι ταυτόχρονα ευλογημένος και καταραμένος. Ευλογία

η προσμονή των διακοπών, η σχετική αποσυμφόρηση του κυκλοφοριακού, η

μεγαλύτερη οικειότητα όσων μένουμε στο γραφείο. Βάσανο το μέτρημα ­ μίας προς

μία ­ των ημερών που μένουν, η σκέψη πως την ώρα που εσύ μετράς χειρόγραφα και

λέξεις, οι απόντες αρμενίζουν στη γλυκιά ξεγνοιασιά μιας μέρας χαλαρής,

ασυμπίεστης. Είμαι, τελικά, άνθρωπος που ζηλεύει. Ίσως γι’ αυτό, ενώ

ξεπροβοδίζω με ευχές όσους φεύγουν πριν από μένα, μέσα μου παρηγοριέμαι πως

όταν αυτοί γυρίσουν ­ «και τώρα, τα κεφάλια μέσα», σκέφτομαι σαν τους βλέπω

μαυρισμένους ­ θα ‘χει έρθει η δική μου ώρα του φευγιού.

Αύγουστε, καλέ μου μήνα… Ναι, βέβαια, μετά τον Αύγουστο είναι ο Σεπτέμβριος,

ο υπέροχος ελληνικός Σεπτέμβριος με τη γαλήνια θάλασσα και την απλωσιά στα

θέρετρα που αδειάζουν. Μήπως θα ‘πρεπε οι καλοκαιρινές διακοπές να διαρκούν

δύο μήνες;