ΔΥΟ ΤΙΝΑ πρέπει να συμβαίνουν και οφείλω ν’ αποφασίσω ποιό θα διαλέξω, αν

πρόκειται να σώσω την αυτοεκτίμησή μου. Το ένα, πως είμαι άτομο μειωμένης

νοημοσύνης, το άλλο, πως ως πολίτις αυτής της χώρας ­ καθένας τη χαρακτηρίζει

όπως θέλει ­ κρίνω ευφυώς πως ό,τι είναι καλό για το σύνολο είναι καλό και για

μένα ­ και ας πληρώνω τη νύφη ακριβά. Το εκκαθαριστικό της Εφορίας με

βεβαιώνει ότι είμαι… βιομήχανος, γιατί το κράτος με αντιμετωπίζει όπως δεν

αντιμετωπίζει ­ βεβαίως, βεβαίως ­ τον βιομήχανο και εγώ πρέπει να το δεχτώ ­

και το δέχομαι ­ αδιαμαρτύρητα γιατί, λέω, αν δεν πληρώσω εγώ ως βιομήχανος

αυτά που μου καταλογίζονται ως να ήμουν βιομήχανος, τότε πώς θα αντεπεξέλθει ο

δύσμοιρος τόπος; Κάπου αναρωτιέμαι και μου ‘ρχεται ­ να, εδώ, στην άκρη της

γλώσσας ­ να πω «βρε παιδιά, κι εμένα ποιος με ρωτάει πώς θ’ αντεπεξέλθω;»,

αλλά το καταπίνω ως άσχετο.

Τις ημέρες με τον καύσωνα, δεν άνοιξα ­ να το πιστέψετε ­ το κλιματιστικό,

γιατί σκέφτηκα πως ένα μπλακ άουτ της ΔΕΗ θα στοίχιζε ακριβά σε όλους ­ και ας

μην το προκαλούσε το δικό μου κλιματιστικό.

Μήπως και τότε που είχαμε έλλειψη νερού δεν πότιζα με τον κουβά τις λιγοστές

γλάστρες στο μπαλκόνι μου, ενώ ο κύριος της γειτονιάς μου, που πλένει το

αυτοκίνητο με το λάστιχο, το ίδιο βιολί συνέχιζε και άλλοι πότιζαν στρέμματα

γκαζόν; Τελικά κανένας δεν μου είπε μπράβο, μάλλον για ψώνιο με περνούν, γι’

αυτό και δεν επιμένω στο αρχικό μου ερώτημα, απλώς συμφωνώ με την κριτική της

νεώτερης γενιάς στο σπίτι μου που αποφαίνεται πως μάλλον δεν είμαι σοβαρή…