ΕΓΩ Ράμπο ήξερα τον Σιλβέστερ Σταλόνε ­ αυτόν που τη μία έκανε τον Ρόκι στο

ριγκ πυγμαχίας και την άλλη διαφήμιζε γυμνός κάτι πιάτα του Βερσάτσε, θεός

σχωρέστον και αυτόν. Ο Ράμπο – Ρόκι – Σιλβέστερ πότε έριχνε θανατηφόρες

κλωτσιές καράτε στους κακούς, πότε έριχνε νοκ-άουτ τον αντίπαλό του, πότε

φορούσε μαντίλι στο μέτωπο και φούμο στο πρόσωπο και πότε ανασταινόταν ­ εκεί

που έλεγες, «πάει, τέλειωσε» ­ και πετούσε από τον έναν ουρανοξύστη στον άλλο.

Πράγματα, δηλαδή, για καλοκαιρινό σινεμά και κραυγές «α, ρε μούσι, ο

μπαγάσας». Πού να φανταζόμουν πως «ο Ράμπο» θα έμπαινε στη ζωή μου ­ και

σχεδόν καθημερινά στους τίτλους των εφημερίδων ­ ως σωτήρας κατά των πάσης

φύσεως μπαγαμπόντηδων ­ εγώ μόνον για «Ράμπο» στην αστυνομία είχα ακούσει, που

μπαίνουν, άμα λάχει, με κουκούλες σε τσιγγάνικους συνοικισμούς (προ Ερατώς).

Λοιπόν, η μία μετά την άλλη οι διάφορες υπηρεσίες ­ οι δημόσιες, εννοείται,

ιδίως αυτές που έχουν σχέση με οικονομικά ­ με Ράμπο εκσυγχρονίζονται. Τόσοι

Ράμπο εδώ, τόσοι εκεί, τόσοι παραπέρα.

Κι έτσι λύθηκε το πρόβλημα ­ έτσι κατάλαβα ­ και της μηχανοργάνωσης και του

πονοκεφάλου της και του άλλου εκσυγχρονισμού που τόσα χρόνια ακούμε αλλά δεν

βλέπουμε. Αφού σκέφτομαι πια πως χωρίς Ράμπο τίποτε δεν γίνεται. Και σκέψου να

κάνουν ­ τόσοι που είναι ­ απεργία. Θα χάσουμε τον μπούσουλα, ως οργανωμένο κράτος…