«ΠΩΣ ΝΤΥΘΗΚΕΣ έτσι, σαν… δέντρο;», είπε η Τζωρτζίνα την ώρα που έμπαινα

καμαρωτή ­ στα πράσινα και καφέ ­ στο γραφείο. Πήγα να θυμώσω, αλλά καθώς

έσκυψα και κοιτάχτηκα βρήκα την παρομοίωση απόλυτα πετυχημένη και γέλασα,

γέλασαν και οι άλλοι. Παλιότερα γελούσαμε συχνότερα. Και ας ήταν καιροί πιο

χαλεποί από τους σημερινούς. Πειράζαμε ο ένας τον άλλον, αυτοσαρ-καζόμασταν,

διακωμω-δούσαμε τη σοβαροφάνεια και αισιοδοξ-ούσαμε ακόμη και με το

απαγορευμένο σκίτσο του Κώστα, εκείνο με το τανκ που περνούσε πάνω από τον

ταλαίπωρο πολίτη-λαό και την υπαινικτική λεζάντα «Και αυτό θα περάσει»!

Σήμερα γελάμε συχνά «κατά συνθήκην» ή «κατά παραχώρησιν». Σαν από υποχρέωση να

σπάμε την κατήφεια. Και να ‘μασταν μόνον οι μεγάλοι, στα κομμάτια. Γελάνε, να

πάρει η ευχή, όλο και λιγότερο τα παιδιά. Και αυτό δεν διασκεδάζεται με

τίποτε. Μοιάζει ­ κάποιες φορές ­ σαν η ψυχούλα τους να ‘ναι τόσο γνοιασμένη

που βρίσκονται «αλλού». Και όταν χορεύουν ακόμα ή όταν γύρω τους ­ όλο και

σπανιότερα, είναι η αλήθεια ­ υπάρχει χαρά. Αδιαφορία, λένε κάποιοι, και

αδυναμία συμμετοχής. Μα τι πάει να πει αυτό, έστω κι αν έτσι είναι; Τάχα πως

τα παιδιά γεννιούνται με αναπηρία να χαρούν, να γελάσουν, να μάθουν από μικρά

πως το χιούμορ είναι χαρά της ζωής και λύτρωση συνάμα; Τα είδα που

χαμογελούσαν ­ επιτέλους! ­ με το θέμα της Έκθεσης στις Γενικές Εξετάσεις.

Φευγαλέα αντίδραση. Την άλλη στιγμή, πάλι σκιές στα πρόσωπά τους. Κι έμεινα με

τις ενοχές…