ΠΑΛΙ νοστάλγησα τους δασκάλους μου αυτές τις μέρες που γινόταν ο χαμός έξω από

τα εξεταστικά κέντρα των εκπαιδευτικών. Θα ‘θελα να τους γράφω Δασκάλους,

έτσι, με κεφαλαίο το Δέλτα, όπως τους έζησα, τους εκτίμησα, τους αγάπησα και

αφέθηκα με εμπιστοσύνη να με σημαδέψουν. Δεν λέω πως δεν υπάρχουν σήμερα

Δάσκαλοι, αλίμονο αν δεν υπήρχαν. Όμως, πώς να συγκρίνω τις δύο Μαρίες, τις

δικές μου, που κοπελίτσες είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση και είχαν

τραυματισθεί, με τους καδρονιοφόρους που είδα στην τηλεόραση… Πώς να

συγκρίνω την Αντιγόνη που μου δίδαξαν και λάτρεψα ­ όχι μόνον του Σοφοκλέους,

μα και του Ανούιγ ­ με τη νεαρή γυναίκα που λοιδορούσε συναδέλφισσές της γιατί

έπαιρναν μέρος στον διαγωνισμό… Λυπόμουν μέσα μου βαθιά για τις εικόνες που

έβλεπα, ευχόμουν να ‘χαν όλο το δίκιο με το μέρος τους όσοι δεν ήθελαν τον

διαγωνισμό, να μη σκέφτομαι τίποτε άλλο παρά μόνον το δίκιο τους, σκεφτόμουν,

όμως, και τι γύρευαν τα τεράστια καδρόνια και τα κράνη που δεν μ’ άφηναν να

ξεχωρίσω ποιοι είναι ποιοι και γιατί τάχα έδιναν το παράδειγμα σε παιδάκια να

πετροβολούν στα τυφλά ή γιατί επέτρεπαν σε άλλους ­ άσχετους; ­ να μπαίνουν

ανάμεσά τους και να ασχημονούν.

«Εσύ έχεις τη δουλειά σου, κυρά μου», μπορεί να μου πουν, «γι’ αυτό δεν

καταλαβαίνεις». Μόνο που κι εγώ ­ ίσως να μην το ξέρουν ­ κάθε μέρα δίνω

εξετάσεις χρόνια τώρα, κάθε μέρα μπαίνω σε μια κρησάρα μεγαλύτερη από αυτή της

τάξης του σχολείου ­ ακόμη και τώρα δα ­ και παίρνω το ρίσκο να με απορρίψουν.

Γιατί τίποτε και ποτέ δεν θεωρώ δεδομένο και τελειωμένο για μένα ­ κι αυτό με

κάνει να αισθάνομαι καλά.