ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας επανέρχεται κατά καιρούς στο

προσκήνιο, τις περισσότερες όμως φορές με τρόπο που δεν επιτρέπει τη σοβαρή,

από ιστορικής, θεσμικής και πολιτικής πλευράς, αντιμετώπισή του.

Πρέπει, πρώτον, να γίνει αντιληπτό ότι είναι άλλο θέμα η ολοκλήρωση της

θρησκευτικής ελευθερίας με την πλήρη κατοχύρωση όλων των ατόμων, όλων των

θρησκειών και όλων των δογμάτων και άλλο θέμα η συνταγματικά ρυθμισμένη σχέση

της Εκκλησίας με το Κράτος. Τα ζητήματα στα οποία ασκείται συνήθως κριτική

κατά της χώρας μας σε διάφορα διεθνή fora, όπως ο διορισμός εκπαιδευτικών

λειτουργών άλλου θρησκεύματος ή δόγματος, η αντιμετώπιση των αντιρρησιών

συνείδησης κ.λπ., δεν αφορούν τη σχέση Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά τη

θρησκευτική ελευθερία. Αυτά δε τα θέματα έχουν ήδη αντιμετωπισθεί, σε μεγάλο

βαθμό, με τροποποιήσεις της σχετικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό ο όρκος

είναι ζήτημα ατομικής θρησκευτικής συνείδησης. Όσοι δεν δέχονται τον

θρησκευτικό όρκο δεν έχει νόημα να προτείνουν ένα είδος «λαϊκού» όρκου. Ο

όρκος είναι εξ ορισμού θρησκευτική έννοια. Όσοι δεν δέχονται τον όρκο ατομικά

θα μπορούσαν να διαβεβαιώνουν στον λόγο της τιμής τους.

Πρέπει, δεύτερον, να τονιστεί ότι συνταγματικά ρυθμισμένες δεν είναι μόνον οι

σχέσεις Ορθόδοξης Εκκλησίας και Κράτους, αλλά οι σχέσεις όλων των γνωστών

θρησκειών και δογμάτων με το Κράτος στη βάση της θρησκευτικής ελευθερίας, η

συλλογική διάσταση της οποίας περιλαμβάνει την ίδρυση και λειτουργία όλων των

θρησκευτικών κοινοτήτων.

Πρέπει, τρίτον, να γίνει αντιληπτό από όλους ότι κατά το άρθρο 3 του

Συντάγματος η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι επίσημη ή κρατική θρησκεία, αλλά

επικρατούσα θρησκεία, δηλαδή θρησκεία της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού

λαού. Αντιθέτως σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη υπάρχει εθνική ή επίσημη θρησκεία,

επικεφαλής της οποίας είναι ο αρχηγός του κράτους (π.χ. Αγγλικανική Εκκλησία).

Ας κατανοήσουμε επιτέλους ότι εις πείσμα όσων πάσχουν από μία αθεράπευτη

διάθεση συλλογικής εθνικής αυτοϋποτίμησης, το ελληνικό κράτος ως τέτοιο είναι

Κράτος Δικαίου, πολιτικά φιλελεύθερο, στο οποίο τα ατομικά, συλλογικά και

κοινωνικά δικαιώματα είναι διασφαλισμένα σε επίπεδο σαφώς υψηλότερο του

ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Λίγα κράτη προβλέπουν, για παράδειγμα, στο Σύνταγμά τους προϋποθέσεις σύλληψης

και προφυλάκισης όπως αυτές του άρθρου 6 του Ελληνικού Συντάγματος ή ανώτατο

όριο προφυλάκισης. Αυτός όμως είναι ο πυρήνας της ατομικής ελευθερίας.

Άλλωστε με δεδομένη τη συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας,

δηλαδή της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της ελευθερίας της

λατρείας (και όχι απλώς και μόνον της ανεξιθρησκίας, δηλαδή της θρησκευτικής

ανεκτικότητας του Κράτους), το άρθρο 3 του Συντάγματος αυτό που κυρίως

εισφέρει δεν είναι η ρύθμιση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας αλλά των

σχέσεων αφενός μεν της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφετέρου δε της ίδιας της

Ελληνικής Πολιτείας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την Αγία Μεγάλη του

Χριστού Εκκλησία.

Δεν αντιλαμβάνομαι συνεπώς γιατί η συνταγματική ρύθμιση αυτής της σχέσης που

οφείλεται σε γνωστούς ιστορικούς λόγους ενοχλεί τους οπαδούς του κοσμικού

κράτους. Οι ίδιοι άλλωστε επικαλούνται συνήθως ως παράδειγμα καλής ρύθμισης τα

κογκορδάτα που έχουν συναφθεί μεταξύ της Αγίας Έδρας και κρατών καθολικής

παράδοσης και καθολικής πλειονότητας.

Επιπλέον πρέπει να τονιστεί κάτι που συνήθως αποσιωπάται: οι σχέσεις Κράτους

και Εκκλησίας δεν αφορούν μόνον ή κυρίως τις σχέσεις της νομοθετικής και της

εκτελεστικής εξουσίας αλλά και τις σχέσεις της δικαστικής εξουσίας με την

Εκκλησία. Στη θεωρητική περίπτωση της μεταβολής του άρθρου 3 του Συντάγματος

δεν απαντάται το ερώτημα του δικαστικού ελέγχου των πράξεων των εκκλησιαστικών

οργάνων.

Η άσκηση του ελέγχου τους ­ κατά το μη πνευματικό μέρος ­ όχι από το Συμβούλιο

της Επικρατείας αλλά από τα αστικά δικαστήρια (όπως συμβαίνει για παράδειγμα

με τους «παλαιοημερολογίτες») δεν προσφέρει τίποτε, με δεδομένο ότι σε ένα

ευνομούμενο Κράτος Δικαίου δεν υπάρχουν δραστηριότητες εκτός δικαστικού

ελέγχου. Άλλωστε ακόμη και στην ακραία θεωρητική περίπτωση κατά την οποία η

Εκκλησία θα λειτουργεί ως απλό ίδρυμα ή σωματείο, και πάλι η σχέση της με το

Κράτος θα είναι συνταγματικά ρυθμισμένη όχι με το άρθρο 3 αλλά με το άρθρο 12

κ.ο.κ. Στην υποθετική δε αυτή περίπτωση θα συνέβαινε το παράδοξο η

συνταγματική θέση άλλων θρησκειών ή δογμάτων να είναι σαφέστερη αυτής που

διαμορφώνεται για την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το κρισιμότερό όμως είναι άλλο: η συνολική ιστορική εξέλιξη των σχέσεων

Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα και ιδίως η αξιολόγηση της μεταπολιτευτικής

περιόδου μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία διαδραματίζει στη χώρα μας

τον μικρότερο δυνατόν πολιτικό ρόλο.

Η πολιτική της στάση είναι ­ πλην ελαχίστων περιπτώσεων ­ πολιτικά ουδέτερη με

ίσες αποστάσεις απέναντι στα κόμματα. Αντιθέτως, σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη η

Καθολική Εκκλησία ή προτεσταντικά δόγματα παίζουν ενεργό πολιτικό ρόλο τόσο σε

κομματικό επίπεδο (σε συνεργασία με συγκεκριμένα κόμματα) όσο και σε επίπεδο

ιδεολογικής επιρροής.

Από τη στάθμιση όλων των παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτό που

απαιτείται και αυτό στο οποίο ορθώς στοχεύει η αναθεώρηση του Συντάγματος

είναι η ολοκλήρωση της θρησκευτικής ελευθερίας και όχι η τροποποίηση του

άρθρου 3.

Το παράδοξο όμως είναι ότι όσοι προτείνουν τη μεταβολή του άρθρου 3 εξωθούν ­

άθελά τους ­ την Εκκλησία σ’ έναν πολιτικό και ιδεολογικό ρόλο ενεργό και

«επιθετικό». Έναν ρόλο που κινδυνεύει να θίξει αφενός μεν την πολιτική

ουδετερότητα και την εκκλησιολογική υπόσταση της Εκκλησίας, αφετέρου δε τον

πολιτικά φιλελεύθερο, πλουραλιστικό και δικαιοκρατικό χαρακτήρα του

πολιτεύματός μας.

Αυτός είναι ο κίνδυνος μιας προσέγγισης που εμφανίζεται ως σύγχρονη και

ορθολογική αλλά είναι απλουστευτική, δεν λαμβάνει υπόψη τα συγκριτικά

δεδομένα, είναι ανιστόρητη και στερείται παντελώς πολιτικής και ιδεολογικής διορατικότητας.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, υπουργός Πολιτισμού και βουλευτής

Θεσσαλονίκης, είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και

γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας, για την αναθεώρηση του Συντάγματος