Η εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα μας χαρακτηρίζεται παραδοσιακά από την

προχειρότητα του εκπαιδευτικού σχεδιασμού, ο οποίος διαμορφώνεται κεντρικά

χωρίς την απαραίτητη ερευνητική υποδομή και τον επιστημονικό και κοινωνικό διάλογο.

ΣΥΝΗΘΗΣ συνέπεια αυτής της πολιτικής πρακτικής είναι η δημιουργία σοβαρών

αντιδράσεων, που συχνά οδήγησαν στην ακύρωση της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης.

Η εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα συνήθως έχει βραχυπρόθεσμη προοπτική, δεν

φαίνεται να κατανοεί ότι η μεταρρύθμιση δεν υλοποιείται εκ των άνω και μάλιστα

χωρίς τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την επιτυχία της. Η προώθηση των

Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ) δεν απέφυγε την παραδοσιακή πρακτική. Η

συνεχιζόμενη κατάληψη του Πολυτεχνείου Κρήτης, από τις 23 Φεβρουαρίου, οι

αρνητικές αποφάσεις Συγκλήτων ορισμένων Πανεπιστημίων, όπως του Πανεπιστημίου

Αθηνών και του ΑΠΘ, οι προσφυγές Επιμελητηρίων (ΤΕΕ, Εικαστικό Επιμελητήριο),

αλλά κυρίως η σφοδρή αντίδραση μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας (καθηγητές,

φοιτητές) ενάντια στην υλοποίηση των ΠΣΕ, άνοιξε τον δημόσιο διάλογο για έναν

θεσμό που περισσότερα προβλήματα δημιουργεί παρά λύνει. Στο προηγούμενο άρθρο

μου, με τίτλο «Η «Επιλογή» έχει αγκάθια» (1-4-1998), επεσήμανα τα σοβαρά

προβλήματα που δημιουργούνται με τα ΠΣΕ λόγω του ότι η οργάνωση και λειτουργία

τους παρακάμπτει τα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου, προσβάλλοντας έτσι την

αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ. Ας δούμε όμως ορισμένα από τα βασικά επιχειρήματα που

προβάλλουν οι υποστηρικτές των ΠΣΕ:

Άνοιγμα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και διεύρυνση των επιλογών με την

ανάπτυξη ευέλικτων προγραμμάτων σπουδών προσαρμοσμένων στις σύγχρονες ανάγκες

της κοινωνίας και στη δια βίου εκπαίδευση.

Διάκριση ανάμεσα στο σύστημα παραγωγής της γνώσης (Πανεπιστημιακά Τμήματα) και

διανομής της (ΠΣΕ) προκειμένου να χαρακτηρισθούν τα ΠΣΕ ως «προγράμματα

σπουδών» και όχι πανεπιστημιακά τμήματα, τα οποία απαιτούν και διαφορετικές

διαδικασίες ίδρυσης.

Πρόκειται για επιχειρήματα που δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική.

Ο στόχος του ανοίγματος της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης μπορεί κάλλιστα να

εξυπηρετηθεί με την πολιτική της ελεύθερης πρόσβασης, η οποία αποτελεί ένα

δημοκρατικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας και της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Ωστόσο, η πολιτική αυτή έχει σοβαρές προϋποθέσεις, οι οποίες δεν φαίνεται να

εξυπηρετούνται προς το παρόν. Το άνοιγμα του Πανεπιστημίου προϋποθέτει σοβαρή

αύξηση των διατιθέμενων πόρων (προσωπικό, αύξηση τακτικού προϋπολογισμού και

επενδύσεων), προκειμένου να μην υποβαθμισθεί ο βασικός θεσμός παραγωγής και

αναπαραγωγής της γνώσης, που έχει ως άξονα το Πανεπιστημιακό Τμήμα. Σήμερα,

αφελώς, αν όχι εκ του πονηρού, χαρακτηρίζονται τα προπτυχιακά προγράμματα

σπουδών ως «συμβατικά», κατ’ αντιδιαστολή προς τα εμφανιζόμενα ως «ευέλικτα»

ΠΣΕ. Πρόκειται για προγράμματα αμφίβολης επιστημονικής ποιότητας που

εμφανίζονται με το περίβλημα του σύγχρονου, ευέλικτου και μοντέρνου. Αντί

λοιπόν η σημερινή εκπαιδευτική πολιτική να φροντίσει να εξυπηρετήσει τον

πρωταρχικό της στόχο, που είναι το άνοιγμα και η ανάπτυξη του σημερινού

Πανεπιστημίου, επιχειρεί να δημιουργήσει ένα παρά-Πανεπιστήμιο, το οποίο

μάλιστα είναι και ακριβό (διατίθενται 8 δισ. δρχ. για 32 ΠΣΕ, όπου θα

φοιτήσουν 3.000-4.000 φοιτητές). Ταυτόχρονα, το επιχείρημα περί διεύρυνσης των

επιλογών στο εσωτερικό της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης όχι μόνο δεν αξιοποιεί το

υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (Ν. 1268/82), το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα

διατμηματικών προγραμμάτων σπουδών που οδηγούν σε αυτοτελές πτυχίο, αλλά είναι

και ψευδεπίγραφο.

Ουσιαστικές επιλογές υπάρχουν όταν οι όροι συγκρότησης των προσφερόμενων

προγραμμάτων είναι επιστημονικοί και όχι όταν αυτά προκύπτουν ευκαιριακά και

δεν ελέγχονται από τους θεσμούς και τα όργανα του Πανεπιστημίου.

Εξάλλου, το ιδεολογικό εύρημα περί διάκρισης των θεσμών παραγωγής και διανομής

της γνώσης είναι σαφές ότι προσδιορίζει τα ΠΣΕ ως θεσμό κατάρτισης, ο οποίος

ωστόσο οδηγεί σε πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών. Στο Πανεπιστήμιο η διαδικασία

παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, η δε

προσπάθεια αποσύνδεσής τους στην Ελλάδα μέσω των ΠΣΕ αποτελεί εστία

υποβάθμισης του Πανεπιστημίου.

Τέλος, εάν πράγματι επιθυμούμε να αναπτύξουμε τη διά βίου εκπαίδευση, τότε θα

πρέπει πρωτίστως να ενισχυθεί ο θεσμός του Ανοικτού Πανεπιστημίου. Τα ΑΕΙ

επίσης έχουν σοβαρό ρόλο να διαδραματίσουν στην ανάπτυξη της διά βίου

παιδείας, αλλά μέσα από τους θεσμούς και τις διαδικασίες τους και όχι μέσα από

παραμηχανισμούς δεύτερης κατηγορίας.

Αντί λοιπόν η εκπαιδευτική πολιτική να αναλίσκεται σε αυτοσχεδιασμούς τύπου

ΠΣΕ θα ήταν περισσότερο γόνιμο να προωθήσει τον διάλογο για την ανάπτυξη των

διατμηματικών συνεργασιών (που θα μπορούσαν να οδηγούν και σε νέα πτυχία) και

για τον αναστοχασμό πάνω στο περιεχόμενο των ήδη προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών.

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.