Η ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ της δραχμής ­ και το αυστηρό περιοριστικό πρόγραμμα που τη

συνοδεύει ­ δεν συνιστούν απλώς μια κρίσιμη οικονομική επιλογή.

Οδηγούν νομοτελειακά σε μια σημαντική αναδιάταξη των κοινωνικών και

παραγωγικών όρων, πάνω στους οποίους συγκροτείται και λειτουργεί η ελληνική

κοινωνία, ενώ παράλληλα θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο πολιτικό μας

σύστημα και στον τύπο των πολιτικο-κομματικών συμμαχιών που θα διαμορφωθεί την

επόμενη περίοδο.

Οικονομία, κοινωνικό κράτος και δημοκρατική αρχή αποτελούν τους αλληλένδετους

κρίκους μιας και της αυτής ιστορικής αλυσίδας. Γι’ αυτό και η διάρρηξη της

συνοχής τους θα έχει σοβαρές συνέπειες για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.

Το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται προσμετρώντας το «ισοζύγιο» ζημιών – ωφελειών,

όπως εμμένουν εκτιμήσεις του συρμού. Το ποιος κερδίζει και ποιος χάνει είναι

ποια γνωστό εκ των προτέρων… Εκείνο όμως που έχει αξία είναι να κατανοήσουμε

το περιεχόμενο των δομικών αλλαγών που επέρχονται.

1 Δημόσια περιουσία και κοινωνικό εισόδημα προσφέρονται υπέρ των

οικονομικών συμφερόντων του ανταγωνισμού της αγοράς.

Το κράτος εκχωρεί ­ επί αντιτίμω ­ τμήματα της δημόσιας περιουσίας για να

καλύψει τα ελλείμματα. Το πώς θα «αναπτυχθούν», θα λειτουργήσουν ή αν θα

συρρικνωθούν οι δημόσιες επιχειρήσεις, θα το αποφασίσει το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για εκχώρηση πολιτικής εξουσίας και όχι για μια

οικονομική διαδικασία που αφορά σε λειτουργικούς στόχους.

2 Η κρίση μεταβιβάζεται στο χώρο της εργασίας και στους θεσμούς του

κράτους πρόνοιας. Καταλύονται οι σταθερές εργασιακές σχέσεις και τόσο η

εργασία όσο και η αμοιβή της καθίστανται «προϊόντα εν ανεπαρκεία», που

τίθενται προς εκχώρηση μέσα από «μειοδοτικό διαγωνισμό». Από το «χώρο» της

εργασίας θα ζητήσει το κεφάλαιο να αντλήσει και νέα κέρδη για να καλύψει τις

απαιτήσεις τού ανταγωνισμού της αγοράς. Η λογική της φθηνής ­ και υπό όρους

αστάθειας και ανασφάλειας ­ εργασίας έρχεται να (απο)καλύψει το όραμα της

«κοινωνίας της ευημερίας» του επόμενου αιώνα.

Υπό τα «καυδιανά δίκρανα» οδηγούνται και οι θεσμοί του (όποιου) κράτους

πρόνοιας. Η λειτουργία και η διατήρησή τους προσμετρώνται εφεξής από την

οικονομετρική σχέση κόστους – αποτελέσματος και αφυδατώνεται και εξοβελίζεται

κάθε κρίσιμη και πρωτεύουσα κοινωνική τους διάσταση.

Ο στείρος οικονομισμός και η τυπική βεμπεριανή λογική μέσου – αποτελέσματος θα

καθορίσουν τη μοίρα όσων ωθούνται στο περιθώριο. Η λύση που τους προτείνεται

άλλωστε είναι εμφανής: το ιδιωτικό «κράτος πρόνοιας»…

Η διάλυση των σταθερών αυτών πλαισίων δεν αποτελεί ­ όπως επιπόλαια

διατείνονται ορισμένοι οπαδοί του «μοντέρνου» ­ την υπέρβαση του παραδοσιακού

και του «ξεπερασμένου».

Αλλά οδηγεί ένα σοβαρό τμήμα της κοινωνίας στον οικονομικο-κοινωνικό Καιάδα,

γιατί δεν αναπτύσσονται νέες παραγωγικές δομές ικανές να οδηγήσουν σε νέους

τύπους παραγωγικής εργασίας και απασχόλησης και να δώσουν προοπτική στις

νεώτερες γενιές.

Η λογική του καινοτόμου, του δημιουργού, του «Προμηθέα», έχει αντικατασταθεί

με τη λογική του «Προκρούστη»: όποιο δικαίωμα «περισσεύει», το κόβουμε…

Είναι η μέθοδος της επιβίωσης διά του «αυτοχειριασμού»…

Όμως κάθε σύστημα (κοινωνικό, παραγωγικό, κρατικό) που στρέφεται προς το

εσωτερικό του, που συρρικνώνει τις δραστηριότητές του και περιστέλλει τη

δυναμική του ­ αντί να συγκροτείται σ’ ένα ανώτερο παραγωγικό και κοινωνικό

επίπεδο και να παρεμβαίνει στο περιβάλλον του ­ οδηγείται στο περιθώριο.

Γίνεται «συμπλήρωμα» της Ιστορίας και περιθωριακός παρατηρητής των εξελίξεών

της. Όσο οι οικονομικές δομές καθίστανται ασφυκτικότερες και διαλύονται οι

σταθερές βάσεις πάνω στις οποίες συγκροτούνται ιστορικά οι κοινωνικές σχέσεις

(εργασία, κοινωνικοί θεσμοί, αξίες αλληλεγγύης και δικαιοσύνης) τόσο πιο

έντονα προκύπτει η ανάγκη μιας συντηρητικότερης εξουσίας, που θα είναι ικανή

να επιβάλει το αυστηρό οικονομικό μοντέλο.

Μια αυταρχική – ανταγωνιστική οικονομική δομή αναζητεί ιστορικά μια αυταρχική

– συντηρητική πολιτική εξουσία. Το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας

υποχωρούν μπροστά στο «κράτος του κέρδους». Ποια είναι, άραγε, η προοπτική της

σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής εξουσίας και αυτό το ερώτημα αφορά και τη χώρα

μας. Οδηγείται σε ιστορική απόκλιση από τις κοινωνικές δυνάμεις που εκφράζει

και διαφαίνεται, άραγε, μια προοπτική κρίσης όσον αφορά στην κοινωνική της νομιμοποίηση;

Μήπως οδεύουμε στο μέλλον σε συμμαχικά οχήματα «κεντρο-δεξιού» κοινωνικού και

πολιτικού «στίγματος», όπου οι κυβερνήσεις θα εκφράζουν αυθεντικά το αυστηρό

μονεταριστικό πρότυπο; Το «πείραμα», άλλωστε, του ’89 και του ’90 δεν ήταν

παρά το «εμβόλιο» για την απόκτηση «ανοσίας» του λαού σε παρόμοιες πολιτικές «θεραπείες»…

Ίσως τα ερωτήματα αυτά να απαντηθούν με σαφήνεια την επόμενη πολιτική περίοδο.

Σίγουρα όμως πίσω από τις έννοιες – σύμβολα της «ιδιωτικοποίησης» και του

«στρατηγικού επενδυτή», που επανέρχονται δριμύτερες μέσα από το πολιτικό

λεξιλόγιο της υποτίμησης μπορούμε να διακρίνουμε σήμερα το σαρδόνιο χαμόγελο

του Κ. Μητσοτάκη.

Ο νεο-φιλελευθερισμός φαίνεται να παίρνει τη δική του «εκδίκηση»…

Ο Μενέλαος Γκίβαλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.