Τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ) έχουν εμφανισθεί ως ένας εναλλακτικός

θεσμός που διευρύνει την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και

ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ευελιξίας στις σπουδές και στη διά βίου

εκπαίδευση.

Οι φοιτητές που εισάγονται χωρίς εξετάσεις, έχουν τη δυνατότητα είτε να

αποκτήσουν ισότιμο πτυχίο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΑΕΙ ή ΤΕΙ) είτε να

παρακολουθήσουν έναν κύκλο μαθημάτων για την απόκτηση εξειδικευμένων γνώσεων

(απόκτηση βεβαίωσης).

Η έγκριση των 32 ΠΣΕ από το ΥΠΕΠΘ προβλέπει τη λειτουργία τους εντός του 1998

και την εγγραφή σ’ αυτά 3.000-4.000 φοιτητών. Στην πλήρη ανάπτυξη του θεσμού ο

αριθμός αυτός θα υπερβεί τις 16.000.

Είναι προφανές ότι η δελεαστική προοπτική της απόκτησης πανεπιστημιακού

πτυχίου, χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις, έχει δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες σε

πολλούς που δεν είχαν την ευκαιρία να επιτύχουν την είσοδό τους στην

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Τα προβλήματα που δημιουργούνται με τα ΠΣΕ είναι πολύ σοβαρά. Η προώθηση της

λειτουργίας τους χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς προηγουμένως να έχουν

ξεκαθαριστεί ουσιώδη ζητήματα που προκύπτουν, θέτει σε κίνδυνο τόσο τον στόχο

της ανοικτής πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση όσο και τον χαρακτήρα της

πανεπιστημιακής παιδείας στο μέλλον.

Τα προβλήματα που τίθενται και απαιτούν συστηματικό δημόσιο διάλογο και

κριτική αφορούν: α) τη σχέση των ΠΣΕ με τα υπάρχοντα προγράμματα σπουδών και

τα όργανα διοίκησης των Πανεπιστημίων, β) τη σχέση γενικής πανεπιστημιακής

παιδείας και επαγγελματικής κατάρτισης και εξειδίκευσης, γ) τη δημόσια δωρεάν

παιδεία και την εισαγωγή διδάκτρων, δ) τη δημιουργία δύο διαφορετικών

κατηγοριών φοιτητών και διδασκόντων, ε) τη βιωσιμότητα των ΠΣΕ μετά το τέλος

του Β’ ΚΠΣ και, τέλος, στ) τη σχέση ΑΕΙ – ΤΕΙ. Στο συγκεκριμένο κείμενο θα

ασχοληθούμε μόνο με τα δύο πρώτα ζητήματα.

Τα ΠΣΕ, με τις προϋποθέσεις προκήρυξης και έγκρισής τους από το υπουργείο

Παιδείας, προσανατολίζονται συνήθως σε τομείς εξειδικευμένης γνώσης και

επαγγελματικής κατάρτισης και όχι σε επιστημονικούς τομείς.

Τα ΠΣΕ δημιουργούν ένα παράλληλο σύστημα εκπαίδευσης μη ελεγχόμενο από τους

θεσμούς και τα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου, θίγοντας έτσι την

αυτοτέλειά τους. Η έγκριση των ΠΣΕ, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου,

υποβαθμίζει τον θεσμικό ρόλο του ανώτατου συλλογικού οργάνου διοίκησης του

Πανεπιστημίου, το οποίο κατά τον νόμο (Ν. 2082, άρθρο 2) έχει την αρμοδιότητα

της γενικής εκπαιδευτικής πολιτικής του ΑΕΙ, της στρατηγικής ανάπτυξης και της

ακαδημαϊκής φυσιογνωμίας του Ιδρύματος. Με τα ΠΣΕ δημιουργείται ένα αυτοτελές

σύστημα οργάνων διοίκησης (συνέλευση, πρόεδρος, αναπληρωτής πρόεδρος,

διευθυντής σπουδών) που λειτουργεί ανεξάρτητα, προσβάλλοντας έτσι τα θεσμικά

όργανα διοίκησης των Πανεπιστημίων (Γ.Σ. τμήματος, πρόεδρος κ.ά.). Ο

Κανονισμός Λειτουργίας των ΠΣΕ εγκρίνεται ύστερα από απόφαση της Συνέλευσης

του ΠΣΕ από το ΥΠΕΠΘ. Αυτό σημαίνει ότι ο Κανονισμός αυτός μπορεί να

αυτονομείται από τον Κανονισμό Λειτουργίας του Ιδρύματος και δεν υπόκειται σε

έλεγχο ούτε από το Τμήμα ούτε από τη Σύγκλητο.

Σημειώνεται, επίσης, ότι στη Συνέλευση των ΠΣΕ δεν συμμετέχουν μόνο μέλη ΔΕΠ,

αλλά και το προσωπικό που διδάσκει στο πρόγραμμα, δηλαδή εξωτερικοί συνεργάτες

που επιλέγονται ad hoc, χωρίς διαδικασίες εκλογής, όπως τα μέλη ΔΕΠ. Με αυτό

τον τρόπο καταστρατηγούνται οι ιστορικά διαμορφωμένες διαδικασίες που

συνιστούν τον πυρήνα της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ και της σύνθεσης και

λειτουργίας των οργάνων (τομέας, τμήμα).

Δεδομένων, τέλος, των σημαντικών ελλείψεων πολλών Πανεπιστημίων σε μέλη ΔΕΠ

και υποδομή, η λειτουργία των ΠΣΕ θα επιβαρύνει την ήδη προβληματική κατάσταση

και θα οδηγήσει σε περαιτέρω υποβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών με διπλό

τρόπο: Πρώτον, διότι υπερφορτώνει την υπάρχουσα υποδομή, αφού δεν προβλέπεται

χρηματοδότηση νέας και δεύτερον, διότι ένα μέρος των μελών ΔΕΠ ενδέχεται να

εστιάσει το έργο του στα ΠΣΕ, καθ’ ότι προσφέρονται και υψηλές αμοιβές (20.000

δρχ. /ώρα).

Ήδη, υπάρχουν αποφάσεις Συγκλήτων ορισμένων ΑΕΙ (π.χ. ΑΠΘ) που αντιτίθενται

στην υλοποίηση των ΠΣΕ, ακόμη και αν έχουν εγκριθεί από το ΥΠΕΠΘ. Εάν

προωθηθεί η δημιουργία των ΠΣΕ, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση θα έχει να

αντιμετωπίσει ένα ακόμη στοιχείο κρίσης.

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.