Η υπόθεση της αναγνώρισης ή μη των τίτλων σπουδών Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων,

παραρτήματα των οποίων ήδη λειτουργούν στην Ελλάδα, μέσω της συνεργασίας τους

με Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του

Συμβουλίου της Επικρατείας.

Δεδομένου ότι το Σύνταγμα της χώρας ορίζει ρητά και κατηγορηματικά ότι η

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι υπόθεση του κράτους και απαγορεύει τη λειτουργία

ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τίθεται το σοβαρό ερώτημα τι υπερισχύει, το

Κοινοτικό Δίκαιο ή το Σύνταγμα;

Σύμφωνα με τη νομοθεσία απαγορεύεται στην ονομασία τους να αναφέρεται ο τίτλος

Πανεπιστήμιο, Κέντρο, Σχολή, Κολέγιο ή Ακαδημία. Ακόμη υποχρεώνονται οι

ιδιοκτήτες τους να παρέχουν, κατά την εγγραφή των ενδιαφερομένων, έντυπη

δήλωση η οποία να αναφέρει ρητά ότι η βεβαίωση που θα χορηγηθεί μετά το πέρας

των σπουδών δεν αποτελεί τίτλο ισότιμο με οποιονδήποτε άλλο τίτλο

αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής μονάδας στην Ελλάδα. Όμως, η πραγματικότητα είναι

εντελώς διαφορετική. Πολλά Εργαστήρια που συνεργάζονται με Πανεπιστήμια του

εξωτερικού χρησιμοποιούν στον τίτλο τους τον όρο «Πανεπιστήμιο», προκειμένου

να προσελκύσουν τους ενδιαφερομένους.

Οι ιδιοκτήτες των Εργαστηρίων ισχυρίζονται ότι η συνεργασία με Πανεπιστήμια

του εξωτερικού σημαίνει ότι τα μαθήματα και το πρόγραμμα σπουδών είναι ίδια με

αυτά του ξένου Πανεπιστημίου, η διόρθωση και βαθμολόγηση των γραπτών γίνεται

από καθηγητές του ξένου Πανεπιστημίου, ενώ δίδεται η δυνατότητα στους φοιτητές

να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό και να αποκτήσουν ακαδημαϊκό

πτυχίο. Παράλληλα, σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων μελετών (ICAP 1996, ΕΜΠ 1996,

Πάντειο Πανεπιστήμιο 1997) εκτιμάται ότι σήμερα στα Εργαστήρια Ελευθέρων

Σπουδών φοιτούν περίπου 50.000 φοιτητές, που συνεπάγεται μία ετήσια δαπάνη της

τάξης των 40-50 δισ. δρχ. (δίδακτρα από 700.000-1.000.000 δρχ.).

Τα κρίσιμα προβλήματα που τίθενται είναι:

Η Πολιτεία δεν ελέγχει την ποιότητα των σπουδών που διαφημίζεται ως

«πανεπιστημιακή εκπαίδευση» και επιλέγεται αναγκαστικά από αυτούς που δεν

κατόρθωσαν να εισαχθούν στα ΑΕΙ/ΤΕΙ και δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να

σπουδάσουν στο εξωτερικό.

Καταστρατηγείται στην πράξη η συνταγματική επιταγή της αποκλειστικής

αρμοδιότητας του κράτους στην παροχή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, και μάλιστα με

την αποδοχή της λειτουργίας ανεξέλεγκτων κύκλων σπουδών, για τους οποίους

εγγυώνται μόνον οι ιδιοκτήτες των Εργαστηρίων και οι εμπορικές συμβάσεις που

έχουν συνάψει με, συνήθως, δεύτερης κατηγορίας ξένα Πανεπιστήμια.

Τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί και όχι

Πανεπιστήμια. Δεν αναπτύσσουν σφαιρικά όλους τους επιστημονικούς κλάδους, αλλά

μόνον εκείνους που έχουν χαμηλό κόστος και υψηλή ζήτηση στην αγορά. Κατ’

εξοχήν όμως, στα ιδρύματα αυτά δεν εξασφαλίζονται οι βασικές αρχές της

διοικητικής και ακαδημαϊκής αυτοτέλειας, της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών,

της αξιοκρατικής επιλογής του διδακτικού προσωπικού, στοιχεία που συνιστούν

τον πυρήνα των αξιών και των θεσμών της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης.

Σε όλο τον κόσμο το Πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός που είναι σε θέση να

αναπαράγεται με εσωτερικές διαδικασίες (μεταπτυχιακές σπουδές, χορήγηση

διδακτορικών, εκλογή καθηγητών). Δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά απουσιάζουν

από τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, η χρήση του όρου «Πανεπιστήμιο» είναι ψευδεπίγραφη.

Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρά το πρόβλημα δεν μπορεί να αναμένουμε την

απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από την προσφυγή μιας

συγκεκριμένης φοιτήτριας.

Τα Πανεπιστήμια δεν είναι McDonalds να ανοίγουν θυγατρικές επιχειρήσεις

οπουδήποτε προσφέρονται ικανοποιητικές συνθήκες κέρδους. Σε αντίστοιχα

προβλήματα ίδρυσης και λειτουργίας ξένων Πανεπιστημίων, ιδιαίτερα αγγλικών σε

άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Γερμανία), η Πολιτεία παρενέβη

δυναμικά, επιβάλλοντας ενιαία κριτήρια στη λειτουργία τους, οδηγώντας με τον

τρόπο αυτόν στο κλείσιμο των περισσότερων.

Το υπουργείο Παιδείας οφείλει, έστω και εκ των υστέρων, να παρέμβει και να

αντιμετωπίσει μια κατάσταση που έχει διαμορφώσει η αγορά με τους δικούς της

όρους και την οποία έχει ανεχθεί επί δεκαετίες.

Ο καθηγητής Παναγιώτης Γετίμης είναι αντιπρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.