Στο συμβούλιο Υπουργών Παιδείας των 15 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(20-11-97), η αρμόδια επίτροπος Ε. Cresson, στο πλαίσιο της Ατζέντας 2000,

παρουσίασε τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μελλοντική γενιά των

προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Πρόκειται για ένα σημαντικό γεγονός, σε συνέχεια της «Λευκής Βίβλου για τη

διδασκαλία και τη μάθηση», που προδιαγράφει το πλαίσιο των κατευθύνσεων με

βάση το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα υλοποιήσει τις πολιτικές της στον τομέα της

εκπαίδευσης και της κατάρτισης για τη χρονική περίοδο 2000 – 2006.

Βασικός στόχος που τίθεται είναι η μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση ανάμεσα στα

εκπαιδευτικά συστήματα και την παραγωγική διαδικασία. Θεωρείται ότι δεν αρκεί

μόνο η απόκτηση τυπικών προσόντων (π.χ. πτυχία) αλλά ένα ολοκληρωμένο και

ευέλικτο πλαίσιο δεξιοτήτων, που θα συνδυάζει την ανάπτυξη της προσωπικότητας

με εξειδικευμένες γνώσεις σε διαδικασίες δια-βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Πρόκειται για μία αντίληψη που παραγνωρίζει την ουσιαστική διάκριση ανάμεσα

στην εκπαίδευση και την κατάρτιση και τον ιδιαίτερο ρόλο του πανεπιστημίου.

Ωστόσο, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, που διέπεται από την ανθρωπιστική και

διαφωτιστική αρχή της καθολικότητας και συστηματικότητας της γνώσης

(Universitas) δεν θα πρέπει να επιδιώκει την προσαρμογή της στις εκάστοτε

ανάγκες της παραγωγής, αλλά οφείλει να καλλιεργεί την επιστήμη, την κριτική

γνώση, να προωθεί την εγκύκλιο παιδεία. Σε αντιδιαστολή με τα πανεπιστήμια, η

τεχνολογική εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση προσανατολίζονται στις

ανάγκες της οικονομίας και της παραγωγής, τα προγράμματα διδασκαλίας έχουν

κατ’ εξοχήν εφαρμοσμένο χαρακτήρα, η διάρκεια φοίτησης είναι συντομότερη, οι

προϋποθέσεις εισαγωγής λιγότερο αυστηρές και το κόστος φοίτησης αισθητά

χαμηλότερο σε σύγκριση με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι προσπάθειες υπέρβασης του δυϊσμού ανάμεσα σε

πανεπιστήμια και σε μη πανεπιστημιακά τριτοβάθμια ιδρύματα που επιχειρήθηκαν

σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. εξίσωση Polytechnics σε Universities στην

Αγγλία, ενιαίο σύστημα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη Σουηδία και Ισπανία) είχαν

περιορισμένα αποτελέσματα και ουσιαστικά αναπαράγουν τη διαφοροποίηση στο

εσωτερικό των ενιαίων συστημάτων.

Η μη αναγνώριση αυτής της ουσιώδους διαφοράς ανάμεσα στην πανεπιστημιακή

παιδεία και την κατάρτιση και η συγκάλυψή της στο όνομα του στόχου της «δια-

βίου μάθησης», υποβαθμίζει τον θεμελιώδη και διακριτό ρόλο του πανεπιστημίου

σε έναν ακόμη θεσμό της μεταλυκειακής μάθησης, ο οποίος θα πρέπει να

προσαρμοσθεί στις ανάγκες της παραγωγής. Η άποψη αυτή που κυριαρχεί στην

Ατζέντα 2000 και στη Λευκή Βίβλο, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μετατροπή

του πανεπιστημίου σε επαγγελματική σχολή.

Τα πανεπιστήμια θα πρέπει να γίνουν, υποστηρίζεται, περισσότερο ανταγωνιστικά

και ευέλικτα και να λειτουργούν στη βάση των αρχών κόστους – οφέλους. Και

τίθεται το ερώτημα: να ανταγωνιστούν ποιον; Να γίνουν ευέλικτα ως προς τι; Και

με ποιο κόστος;

Το ζητούμενο δεν είναι η προσαρμογή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε ένα

ρόλο που έχουν αναλάβει οι θεσμοί της μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η

προσαρμογή αυτή οπουδήποτε επιχειρήθηκε είχε αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα

των σπουδών. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα πολλών βρετανικών πανεπιστημίων, τα

οποία, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό και να αυξήσουν τους

πόρους τους από τα δίδακτρα, έφθασαν στο σημείο να προσελκύουν υποψηφίους προς

εγγραφή φοιτητές με διαφημίσεις στην αγορά, είτε να συνάπτουν συμβάσεις με

αμφίβολης ποιότητας κολέγια και μεταλυκειακές σχολές σε άλλες χώρες

(Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών) πουλώντας το όνομά τους.

Το ζητούμενο είναι η αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου ως χώρου παραγωγής

και αναπαραγωγής συστηματικής και καθολικής γνώσης. Με αυτό ως προϋπόθεση,

μπορεί το πανεπιστήμιο να συμβάλλει σε πολλούς τομείς της δια-βίου

εκπαίδευσης, όπως είναι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, η εκπαίδευση ενηλίκων, η

εκπαίδευση εκπαιδευτών κ.ά. Απαιτείται επομένως ριζική αναθεώρηση του πλαισίου

των κατευθύνσεων της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θα αναγνωρίζει

την ιδιαιτερότητα της πανεπιστημιακής παιδείας και του ρόλου της στη δια-βίου

εκπαίδευση και κατάρτιση.

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.