ΕΛΕΓΑ ΤΙΣ προάλλες στο γραφείο πως τελικά θα φύγω από αυτό το επάγγελμα χωρίς

να έχω εξοικειωθεί με το κομπιούτερ, χωρίς να έχω μάθει να μπαίνω στο

Ιντερνέτ, χωρίς να πετυχαίνω πάντα να περάσω μια τηλεφωνική γραμμή από τη μία

συσκευή στην άλλη. Θα φύγω χωρίς να έχω καταφέρει να υπαγορεύω, δέσμια μιας

ακατάλυτης σχέσης με το μολύβι και το χαρτί, ερωτοχτυπημένη αγιάτρευτα με το

μέτρημα, μίας προς μία, των λέξεων, όπως παλιά, χωρίς να «ευκολύνομαι» από το

«ποντίκι» του υπολογιστή που βγάζει και τα «χτυπήματα» και της… Παναγίας τα μάτια.

Και στο καινούργιο φαξ του σπιτιού ­ το προηγούμενο μάς άφησε χρόνους ­

χρειάστηκε να προστρέξω, πανικόβλητη, στη βοήθεια της αντιπροσωπείας για να

μου φέρουν τον απλούστερο «τυφλοσούρτη», να κάνω επιτόπου δοκιμές και να μη

συμπεραίνω πως αγόρασα… ελαττωματικό, μόνο και μόνο επειδή σε μια ανεπιτυχή

χρήση του ανάβει το κόκκινο φωτάκι του αλάρμ.

Αν ήταν ν’ αρχίσω τώρα την καριέρα μου, λέω, δεν θα ‘βρισκα πουθενά δουλειά.

Με παρηγορεί μόνον η σκέψη πως αν τα 18 μου χρόνια συνέπιπταν με το τέλος του

αιώνα, ίσως και να ήμουν σαν τα σημερινά παιδιά, τη Ζωή, λόγου χάριν, που από

τα 12 έφτιαχνε το βίντεο κάθε φορά που χαλούσε, με δύο κατσαβίδια στο χέρι και

την ακλόνητη πεποίθηση πως μπορούσε να βγάλει άκρη ­ και έβγαζε… ­ στον

κυκεώνα των καλωδίων και των μικροτσίπς μόλις άνοιγε το καπάκι.

Ίσως πάλι να ήμουν και τώρα η εξαίρεση. Να έμενα πιστή στη μία και αδιαίρετη

σχέση χαρτιού και μολυβιού, όπως και στις δασείες και τις ψιλές που ακόμη

αυθόρμητα βάζω, γιατί αλλιώς μου φαίνεται το χειρόγραφο ξένο, κάποιου

αλλουνού, κι όχι δικό μου. Είμαι μιας άλλης εποχής; Μ’ αρέσει!