«ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΙΣ τις στρεσογόνες καταστάσεις», είπε ο καλός μου γιατρός, σαν

φάρμακο που δεν γράφεται στο συνταγολόγιο, αλλά με τον αυστηρό τόνο της

επιταγής ­ και όχι απλώς της συμβουλής ­ στη φωνή.

«Ναι, ναι», απάντησα μηχανικά και μόνον όταν με αποχαιρέτησε θυμήθηκα πως δεν

τον είχα ρωτήσει τι ακριβώς εννοούσε. Σαν η εντολή να ήταν απολύτως σαφής,

όπως, λόγου χάριν, όταν σου λένε «όχι πολύ αλάτι στο φαγητό» ή «όχι θαλασσινά,

τηγανητά και γλυκά».

Τι εννοούσε, πού να πάρει η ευχή, και έσπευσα να «καταλάβω»; Μήπως να μην

οδηγώ προς το κέντρο της πόλης, που για τα δέκα ­ όλα κι όλα ­ χιλιόμετρα

χρειάζομαι πάνω από μία ώρα μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου;

Μήπως να μη ζορίζομαι όταν το θέμα που γράφω δεν μου βγαίνει;

Μήπως να μη δίνω σημασία για το πώς μεγαλώνουν ­ αχ, ρε γιατρέ… ­ τα παιδιά

μου; Μήπως να μη σκοτίζομαι όταν άνθρωποι αγαπημένοι μου αρρωσταίνουν και

χρειάζεται να τρέξω; Μήπως να μην αγανακτώ, να μην οργίζομαι, με τα στραβά και

ανάποδα της καθημερινής ζωής που κάποιοι μου τα παρουσιάζουν σαν αναγκαία για

να γίνει η ζωή μου καλύτερη στο υπό αίρεση μέλλον; Μήπως «να στρίβω γωνία»

μόλις βλέπω «τα δύσκολα»; Μήπως «να κάνω την πάπια» όταν η πρόκληση είναι εκεί

δα, μπροστά μου;

Τι δαίμονα είπες γιατρέ μου; Γιατί με έβαλες στο στρες να γίνω… αφασική;