Στο πλαίσιο της κατάργησης των εισαγωγικών εξετάσεων στην Τριτοβάθμια

Εκπαίδευση το έτος 2000 προβλέπεται η ικανοποίηση της υπερβάλλουσας ζήτησης

για σπουδές μέσω της σταδιακής αύξησης του αριθμού των εισακτέων (από 55.000,

που είναι σήμερα, σε 85.000 θέσεις, βλ. κείμενο «Εκπαίδευση 2000» ΥΠΕΠΘ).

Ο επιπλέον αριθμός των εισακτέων θα διοχετευθεί εν μέρει στα ήδη λειτουργούντα

τμήματα (11.500 θέσεις), ενώ προβλέπεται επίσης η ίδρυση 70 νέων τμημάτων στα

ΑΕΙ και ΤΕΙ, τα οποία θα απορροφήσουν 18.500 φοιτητές. Παρουσιάζει ιδιαίτερο

ενδιαφέρον ο μηχανιστικός τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεται αυτή η πολιτική.

Πρόκειται για μια διαδικασία προσδιορισμού των αναγκών για Τριτοβάθμια

Εκπαίδευση στη βάση της λογιστικής εξισορρόπησης προσφοράς και ζήτησης.

Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο προσδιορίζεται η ανάγκη ίδρυσης 27 νέων

πανεπιστημιακών τμημάτων στο πεδίο των Κοινωνικο-Οικονομικών και Διοικητικών

Επιστημών, 14 τμημάτων Ανθρωπιστικών Επιστημών, 13 τμημάτων στις Τεχνολογικές

Επιστήμες, 8 τμημάτων Επιστημών Υγείας, 5 τμημάτων Νομικών Επιστημών, 2

τμημάτων Θετικών Επιστημών και 1 τμήματος Βιογεωπονικών Επιστημών.

Η πολιτική της αύξησης των πανεπιστημιακών τμημάτων δεν αποτελεί βεβαίως νέα

πρακτική. Ήδη, κατά τη δεκαετία του ’80, πραγματοποιήθηκε δραματική αύξηση του

αριθμού των πανεπιστημιακών τμημάτων (από 60 σε 180), η οποία δεν συνοδεύτηκε

από αντίστοιχη αύξηση του διδακτικού προσωπικού και της υποδομής των

Πανεπιστημίων, οι διαδικασίες δε που ακολουθήθηκαν δεν ήταν πάντοτε οι

ενδεδειγμένες.

Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί ευθύνη μόνον της Πολιτείας, αλλά και της

πανεπιστημιακής κοινότητας, η οποία δεν έχει διαμορφώσει διαδικασίες διαλόγου

και θεσμούς τέτοιους που αφενός να εξασφαλίζουν αξιοπιστία και διαφάνεια στη

διατύπωση των όποιων αιτημάτων και αφετέρου να την καθιστούν αδιαμφισβήτητο

παράγοντα συνδιαμόρφωσης της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Η επιχειρούμενη σήμερα μεταρρύθμιση θέτει ένα πλαίσιο εργαλειακής

ορθολογικότητας ως προς τον σχεδιασμό της δημιουργίας νέων τμημάτων και δεν

φαίνεται να υπερβαίνει την παγιωμένη πρακτική όσον αφορά τον σχεδιασμό της

πανεπιστημιακής πολιτικής.

Κατ’ αρχήν θα έπρεπε να εξεταστεί το τι εκφράζει η σημερινή «ζήτηση» και από

ποιους παράγοντες προσδιορίζεται. Αν θεωρηθεί ότι η ζήτηση εκφράζει κυρίως τις

προσδοκίες επαγγελματικής αποκατάστασης των υποψηφίων, είναι αμφίβολο σε ποιο

βαθμό αυτή αντιστοιχεί στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας σήμερα και, πόσο

μάλλον, στο μέλλον. Είναι δε, ιδιαιτέρως πιθανό, η δυναμική της ζήτησης να

διαφοροποιηθεί στα επόμενα χρόνια λόγω της σχετικής αποσύνδεσης του πτυχίου

από τα επαγγελματικά δικαιώματα. Εξάλλου, η ζήτηση δεν μπορεί παρά να

προσδιορίζεται και από τον βαθμό πληροφόρησης των υποψηφίων για το γνωστικό

αντικείμενο των τμημάτων και τις επιστημονικές εξελίξεις στον χώρο των

επιμέρους γνωστικών περιοχών, πληροφόρηση η οποία είναι από ανεπαρκής έως

ανύπαρκτη. Είναι επομένως σαφές ότι η σχεδιαζόμενη ανάπτυξη του Πανεπιστημίου

στη βάση της ζήτησης των υποψηφίων συνιστά όχι μόνο κοντόφθαλμη πολιτική

(γιατί δεν μπορεί να εκφράσει την προοπτική ούτε των επιστημονικών εξελίξεων

ούτε της αγοράς εργασίας), αλλά και ατυχή, γιατί θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε

νέες «στρεβλώσεις», ακόμη κι αν κριθεί με τους λογιστικούς όρους που η ίδια

επιχειρεί να θέσει.

Μία πολιτική ακαδημαϊκής αναβάθμισης του Πανεπιστημίου προϋποθέτει κατ’ αρχήν

την αξιολόγηση των σημερινών τμημάτων και των προγραμμάτων σπουδών, την κάλυψη

των σοβαρών ελλείψεων σε προσωπικό και υποδομή και την ανάπτυξη ουσιαστικού

και σύνθετου επιστημονικού διαλόγου στα πανεπιστημιακά όργανα. Η διαδικασία

αυτή θα έπρεπε κατά πρώτο λόγο να οδηγήσει στην αναμόρφωση των ήδη

λειτουργούντων τμημάτων, στην αναδιάταξη του πανεπιστημιακού χάρτη και στην εκ

νέου διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών με στόχο την καλλιέργεια της

επιστήμης και την προσφορά βασικής εγκύκλιας παιδείας, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα

δύο έτη του προγράμματος σπουδών. Αντίθετα, σήμερα, επιχειρείται το άνοιγμα

της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και η δημιουργία νέων τμημάτων ­ και μάλιστα

με διαδικασίες διαπραγμάτευσης του ΥΠΕΠΘ με τα ιδρύματα ­, χωρίς επιστημονικό

διάλογο και χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση του υπάρχοντος συστήματος

πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Εάν η ανάπτυξη του Πανεπιστημίου πραγματοποιηθεί

με λογιστικούς όρους, πολύ σύντομα θα μιλάμε για την ανάγκη μιας νέας μεταρρύθμισης.

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου