Ο Χριστός κοντεύει να κλείσει τα 2.000 χρόνια του και στον ελληνικό

εκκλησιαστικό χώρο παρακολουθούμε ­ πιστοί και άπιστοι ­ μια νέα διαμάχη

Δεσποτάδων. Το πρώτο πλάνο γεμίζει με τη διαδοχή του άρρωστου Σεραφείμ. Λίγο

πιο πίσω όμως διακρίνεται, ακόμη και από τους αδαείς, το κυρίαρχο αίτιο: Η

φυσιογνωμία της Εκκλησίας και η εικόνα των υπηρετών της στο άνοιγμα του νέου

αιώνα. Η πρόσφατη αφορμή ήταν σκαμπρόζικη. Μπορεί ένας Δεσπότης να συνυπάρχει

στις σελίδες γαργαλιστικού περιοδικού, με εύχυμα κορίτσια σε πόζες «ύπαγε

οπίσω μου Σατανά»; Μπορεί να λέει τη γνώμη του αβίαστα όπου κρίνει, όπως

οποιοσδήποτε πολίτης μιας ελεύθερης χώρας; Η αυτονόητη απάντηση δεν είναι

πάντα «ναι», για ένα μεγάλο μέρος αξιωματούχων εκκλησιαστικών και ­ κυρίως ­

παρεκκλησιαστικών. Αν μάλιστα στη ριζοσπαστική έντυπη συνύπαρξη, προστεθούν οι

τολμηρές, όχι πάντως κατ’ ανάγκη αποδεκτές στο σύνολό τους απόψεις, τού εκ

Ζακύνθου Δεσπότη (π.χ. ναι στις προγαμιαίες σχέσεις των νέων, ναι στον

πολιτικό γάμο, αλλά ναι και στη θανατική ποινή!), τότε τα αίτια των εξαψάλμων

γίνονται διαυγή και το βασικό ερώτημα παραμένει: Θέλουμε Ιησουίτες ή

ιερωμένους που να εκφράζουν δημόσια τις έστω «αιρετικές», τις έστω ακραίες

απόψεις τους; Μήπως για να διατηρήσει το θρησκευτικό κύρος του ένας Δεσπότης

πρέπει να μένει κλεισμένος στο ­ έτσι ή αλλιώς ­ πολυτελές ερημητήριό του,

κυκλωμένος από μαυροντυμένες με σταυρουδάκια και εικονίτσες; Έχει μικρότερο

κύρος εκείνος ο άλλος Δεσπότης στη Βόρεια Ελλάδα που καπνίζει και πίνει με την

παρέα του σε δημόσιους χώρους, αντί εν κρυπτώ να παραβιάζει πολλές από τις

δέκα εντολές, όπως, δόξα τω Θεώ, γνωρίζουμε ότι συμβαίνει με πολλούς; Οι

πιστοί ας προσευχηθούν και οι άπιστοι ας ευχηθούν για μια Εκκλησία με

ανθρώπινο πρόσωπο.