Μυστικές συνομιλίες με τη βρετανική και την τουρκική πλευρά είχε ο

Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ τους τελευταίους μήνες του 1966 για αναζήτηση

συμφωνίας στο Κυπριακό έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία.


Άκρως απόρρητο. Η περιγραφή της μυστικής συνάντησης του Κωνσταντίνου με τον Μαουντμπάτεν

Η συμφωνία όμως δεν προχώρησε λόγω της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας, αλλά

και της άρνησης του Μακαρίου να αποδεχθεί τις ολοένα μεγαλύτερες τουρκικές

αξιώσεις. Αυτό προκύπτει από απόρρητα έγγραφα Φόρεϊν Όφφις, του βρετανικού

υπουργικού συμβουλίου και του υπουργείου Άμυνας που δόθηκαν στη δημοσιότητα

μετά τη συμπλήρωση τριακονταετίας.

Από τα αρχεία προκύπτει ακόμη ότι το απριλιανό πραξικόπημα του 1967 αιφνιδίασε

τους Βρετανούς εξίσου με τους Έλληνες. Η τότε κυβέρνηση της Βρετανίας μάλιστα

απέφευγε τόσο να καταγγείλει την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών όσο και να την

αναγνωρίσει, καλλιεργώντας μια σχέση λειτουργικότητας στην αρχή της αμοιβαίας

εμπιστοσύνης, προς τα τέλη του 1967. Στις 10 Νοεμβρίου του 1966 ο Κωνσταντίνος

έφθασε με μυστική αποστολή στο Λονδίνο. Η άφιξή του ήταν άκρως απόρρητη. Ο

ιδιαίτερος γραμματέας του πρωθυπουργού Χάρολντ Ουίλσον, Α. Μ. Πάλισερ, γράφει:

«ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ, 10 Νοεμβρίου 1966»

Ο βασιλεύς της Ελλάδας επισκέφθηκε χθες στις 6.30 τον πρωθυπουργό και έμεινε

μαζί του επί σχεδόν μία ώρα. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος εζήτησε όπως η επίσκεψη

αυτή τηρηθεί αυστηρά μυστική. Είχε κάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις μέσω του

Λόρδου Μαουντμπάτεν. Τον παρέλαβα από το ξενοδοχείο του και τον συνόδευσα σ’

ένα σημείο κοντά στον βασιλικό ναυτικό όμιλο όπου επρόκειτο να δειπνήσει.

Ήμουν παρών κατά τη συνομιλία του με τον πρωθυπουργό.

Σκοπός της επίσκεψής του ήταν να ζητήσει τη βοήθειά μας για την επίτευξη

συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για το μέλλον της Κύπρου. Αναφέρθηκε

στις μυστικές συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και πρόσθεσε ότι αν όλα

πάνε καλά, θα ήταν δυνατό να καταλήξουν σε συμφωνία μέσα σε λίγες εβδομάδες.

Σε γενικές γραμμές υπήρχε συμφωνία μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, με βάση την

Ένωση της Κύπρου με τη Ελλάδα, αλλά το σημείο στο οποίο είχαν προκύψει

δυσκολίες ήταν η τουρκική επιθυμία να αποκτήσουν κυρίαρχες βάσεις στο νησί,

όπου θα τοποθετούσαν μια τουρκική φρουρά, η οποία θα εξασφάλιζε τα δικαιώματα

των Τουρκοκυπρίων. Η ελληνική κυβέρνηση επέμενε ότι η κυριαρχία της βάσης θα

είναι ελληνική και πως ήταν πρόθυμη να εκμισθώσει τη βάση αυτή στην Τουρκία

για 99, ας πούμε, χρόνια ή να βρεθεί ένας τρόπος να εκμισθώσει τη βάση στο

ΝΑΤΟ. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν η στάση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προσωπικά,

καθώς και της κυβέρνησής του. Ο βασιλεύς υπογράμμισε ότι είχε άριστες σχέσεις

μαζί του και ότι είχαν συζητήσει εκτενώς το θέμα κατά τη διάρκεια επισκέψεώς

τους στο όρος του Σινά, αλλά φοβόταν πως η κυβέρνησή του και ίδιος δεν θα

δέχονταν κυρίαρχη τουρκική βάση στο κυπριακό έδαφος, ενώ θα ‘ταν πιο εύκολο να

αποδεχθούν εκμίσθωση της βάσης αυτής από την Ελλάδα. Αναγνώριζε όμως ότι το

θέμα της κυρίαρχης βάσης θα μπορούσε να γίνει πολύ σοβαρό πρόβλημα για την

τουρκική πλευρά. Εκείνο που επιδίωκε ήταν να δοθεί ένα τέλος στους

διαξιφισμούς μεταξύ των δύο χωρών για την Κύπρο, με μια συμφωνία που θα άνοιγε

τον δρόμο για καλές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Αλλά εάν η συμφωνία αυτή επρόκειτο να «σκαλώσει» στο θέμα της εδαφικής

κυριαρχίας της βάσης, θα χρησιμοποιούσε την επιρροή του στον Μακάριο, ώστε να

τον κάνει να δεχθεί την κυρίαρχη μάλλον παρά την εκμισθωμένη βάση.

Εκεί που χρειάζεται τη βοήθειά μας, ετόνισε, είναι η βάση της Δεκέλειας, για

την οποία είχε πληροφορηθεί ότι ήδη συζητούμε με την Κύπρο. Δεν θα ήταν άραγε

δυνατό να διατεθεί στην Τουρκία είτε μόνιμα είτε με εκμίσθωση;

Ο πρωθυπουργός απάντησε ότι δεν ήταν ενήμερος για το θέμα της βάσης αν και

κατά πόσο χρειαζόταν, αλλά υποσχέθηκε «να εξετάσει το θέμα επειγόντως».

Προτού αναχωρήσει ζήτησε όπως η απάντησή μας διοχετευθεί απευθείας στον ίδιο

και όχι μέσω των συνηθισμένων διπλωματικών καναλιών».

Από τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου Άμυνας προκύπτει ότι οι Βρετανοί λόγω

οικονομίας στις αμυντικές δαπάνες, αλλά και της υπόσχεσης των ΗΠΑ ότι θα

εξυπηρετούσαν τη Βρετανία μέσω της βάσης τους στη Λιβύη, τάσσονται ουσιαστικά

υπέρ της παραχώρησης της βάσης της Δεκέλειας:

«Για τους λόγους αυτούς», αναφέρει η σχετική έκθεση, «τα επιχειρήματα για τη

διατήρηση της βάσης της Δεκέλειας είναι περιθωριακά, υπέρ της διατήρησής της,

αλλά είναι επίσης σαφές ότι αυτά τα περιθωριακά πλεονεκτήματα, θα

υπερφαλαγγιστούν από το αβαντάζ μιας πολιτικής λύσης του Κυπριακού, ακόμη και

με καθαρά μόνο οικονομικά κριτήρια. Θα μπορούσαμε λοιπόν να παραχωρήσουμε τη

Δεκέλεια». Λονδίνο 17 Νοεμβρίου 1966.

Στις 18 Δεκεμβρίου 1966 όμως, όταν ο σερ Ντέιβιντ Χαντ, Βρετανός ύπατος

αρμοστής της στην Κύπρο, επισκέφθηκε τον Μακάριο και συζήτησαν το σχέδιο

Ένωσης με παραχώρηση βάσης στην Τουρκία, ο Αρχιεπίσκοπος το απέρριψε αμέσως.

ΤΟ ΑΠΡΙΛΙΑΝΟ πραξικόπημα του 1967 αιφνιδίασε τους Βρετανούς, εξίσου με τους

Έλληνες. Τα κρατικά αρχεία του Υπουργικού Συμβουλίου της Ντάουνινγκ Στριτ, του

υπουργείου Άμυνας και άλλων κυβερνητικών υπηρεσιών, δίνουν μία εικόνα των

εξελίξεων και των κρίσεων της χρονιάς, αλλά δυστυχώς εφέτος λείπει ο κύριος

αρχειακός κορμός από τα αρχεία του Φόρεϊν Όφφις, τα οποία στο μέλλον θ’

ανοίγουν κάθε δύο χρόνια.

Πρέσβης στην Αθήνα ο σερ Μάικλ Στιούαρτ, υπουργός Εξωτερικών στη Βρετανία ο

Τζορτζ Μπράουν, πρωθυπουργός ο Χάρολντ Ουίλσον.

Στις 5 Ιανουαρίου του 1968, ο σερ Μάικλ καθισμένος στο γραφείο του στην Αθήνα,

στέλνει την ετήσια έκθεσή του στον υπουργό Εξωτερικών:

«Σερ, γράφει, ακόμη και με τα ελληνικά πρότυπα, το 1967 θα πρέπει να ‘ναι μία

από τις πιο θυελλώδεις χρονιές στη σύγχρονη ιστορία της χώρας αυτής.

Στα 1967 ασφαλώς σημειώθηκαν στην Ελλάδα περιπτώσεις βίας εκ μέρους των

αστυνομικών αρχών εις βάρος των πολιτικών κρατουμένων, πολλές συλλήψεις χωρίς

αιτία και προσωρινές κρατήσεις, αλλά ευτυχώς όχι πολιτικές δολοφονίες. Εν πάση

περιπτώσει, ο σάλος τους πρώτους μήνες της χρονιάς με παραιτήσεις και διορισμό

νέας κυβέρνησης, η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη εκλογών, το πραξικόπημα,

ο παρ’ ολίγον πόλεμος με την Τουρκία, το αντικίνημα του Κωνσταντίνου, η

αποτυχία του και η διαφυγή του στη Ρώμη, όλα αυτά μαζί αποτελούν ένα

«θεαματικό πρόγραμμα» όπως θα έλεγαν και οι φίλοι μας οι Αμερικανοί…».

«Η αλληλουχία των γεγονότων θυμίζουν μία επανάληψη της ελληνικής ιστορίας στη

δεκαετία του ’20 και του ’30. Όμως, πιστεύω ότι κάτι άλλο συνέβη στην Ελλάδα,

παρά τις επιφανειακές αυτές ομοιότητες. Ένα νέο είδος πολιτικού ζώου ανέλαβε

εξουσία. Επί τρεις τουλάχιστον γενεές το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο

που αποτελείται από λίγες πλούσιες οικογένειες, ανώτερους αξιωματικούς του

Στρατού και μερικές φορές του Ναυτικού και από άτομα (από πατέρα σε γιο),

κυριαρχούσε στην πολιτική. Πολλοί από αυτούς που έχω συναντήσει είναι

χαριτωμένοι, πολιτισμένοι, αλλά δεν αντιπροσωπεύουν καμία λαϊκή τάξη. Τώρα,

πιστεύω ότι η κατηγορία αυτή των ατόμων έχει χαθεί ή πρόκειται στο άμεσο

μέλλον να εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Τη θέση τους

παίρνουν άτομα που είναι από λαϊκές οικογένειες ή κατάγονται από χωριά, που

στο σύνολό τους δεν μιλάνε καμία ξένη γλώσσα, δεν έχουν ζήσει στο εξωτερικό,

αλλά που στο διάστημα των οκτώ μηνών έδειξαν ότι έχουν μεγάλη ικανότητα στη

χρήση της εξουσίας και στην περίπτωση του Γ. Παπαδόπουλου, έχουν και πολιτικές

ικανότητες… Το παλαιό κατεστημένο είναι εκτός νυμφώνος και ελάχιστοι Έλληνες

θα θρηνήσουν για την απώλεια».

Σύμφωνα με τα αρχεία, μετά την επιμονή αριστερών στελεχών της βρετανικής

κυβέρνησης, οι Εργατικοί δεν έπρεπε να φανούν στην αρχή του 1967 κατά κανέναν

τρόπο ότι εγκρίνουν την ελληνική χούντα. Αποφάσισαν λοιπόν να τηρούν

αποστάσεις και να απαντούν στις επιστολές του ελληνικού ΥΠΕΞ με την στερεότυπη

φράση «ελάβαμε την υπ’ αριθ. επιστολή σας τάδε ημερομηνίας…». Απαντώντας

στις χώρες όπως η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία που καταδίκαζαν το καθεστώς

της Ελλάδας, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να ακολουθήσει, μαζί με τις ΗΠΑ

και τη Δ. Γερμανία, μια πραγματιστική στάση.

Αλλά τον Μαη, στο ίδιο έγγραφο, ο συντάκτης διερωτάται «ως πότε θα συνεχίζουμε

χωρίς να δείχνουμε ότι αναγνωρίζουμε ή ότι επικρίνουμε την ελληνική

κυβέρνηση;». Αποφάσισαν λοιπόν να παρατείνουν την αναβλητικότητα, όπως

δείχνουν και το μνημόνιο του ΥΠΕΞ Τζορτζ Μπράουν της 17-5-67 προς το Υπ.

Συμβούλιο.

Αφού εξετάζει τις διάφορες λύσεις, όπως διακοπή των διπλωματικών σχέσεων είτε

την καταγγελία του καθεστώτος, καταλήγει λέγοντας ότι η Βρετανία «ορθά

ακολούθησε τη ρεαλιστική της γραμμή, πράγμα που έκαμαν και οι περισσότεροι

σύμμαχοί μας. Οι Δανοί, με κάποια στήριξη από τους Νορβηγούς, δεν ακολούθησαν

τη δική μας στάση, αλλά οι προσπάθειές τους να διευρύνουν παγκόσμια την

καταγγελία του ελληνικού καθεστώτος δεν εκλόνισε τους συνταγματάρχες, αν και

προκάλεσαν δυσχέρειες μέσα στους κόλπους του ΝΑΤΟ».