ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ Άη Βασίλη, παρά μόνο στα κάλαντα, τα παιδικά μου χρόνια. Α, ναι, τον

είχαν σε «ζωγραφιά», από αυτές που κολλούσαμε στα «λευκώματα» όσα παιδιά,

προνομιούχα της εποχής, περηφανευόμασταν για τις συλλογές μας στα τετράδια με

το χρωματιστό πανόδετο εξώφυλλο. Περίττευαν, επομένως, τα γράμματα στον

γέροντα με την άσπρη γενειάδα, κανείς, άλλωστε, δεν μας ρωτούσε τι θέλουμε να

μας φέρει. Έφτανε και περίσσευε το χαρτζιλίκι που φρόντιζε ο πατέρας να βάλει

κάτω από τα πιάτα μας στο γιορτινό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Και το ζεστό φιλί

στο φρεσκοξυρισμένο μάγουλό του ήταν το αντίδωρο που τον γέμιζε χαρά.

Με τις ώρες στόλιζαν, πριν από δέκα μέρες, το χριστουγεννιάτικο δέντρο τα

κορίτσια μου, παρέα με τις φιλενάδες τους και τον τετράχρονο Μήτσο, που

χωνόταν με άνεση ανάμεσά τους, κρεμούσε μπάλες και αγιοβασιλάκια και η μάνα

του καμάρωνε ­ όπως και η νονά του. Ύστερα μπήκαν στη βάση του τα δώρα ­

αναρίθμητα σακουλάκια και πακέτα με χρυσοκόκκινες κορδέλες. Μοιράστηκαν την

παραμονή των Χριστουγέννων και προχθές… ανανεώθηκαν για τη μοιρασιά της

πρωτοχρονιάτικης παραμονής.

Αχ, κοινωνία της αφθονίας, με τους γιορτινούς μποναμάδες και τις εικόνες της

δυστυχίας μάταια να περνούν από τη μικρή οθόνη, «οχληρές» υπομνήσεις στα

διαλείμματα χαζοχαρούμενων σόου. Ένα μικρό τσίμπημα στην καρδιά, μια βιαστική

τύψη και τέλος. Κάρτες «βοήθειας» πήραμε, συνδρομή δώσαμε, τι άλλο; Ανέξοδες

ευχές για ειρήνη, ευτυχία και προκοπή σε όλους τους επί γης.

Καλέ μου Άη Βασίλη, να με συμπαθάς, αλλά από αληθινά δώρα δεν ξέρεις. Και τι

φταις εσύ, όταν όλοι μας το ξεχνάμε, ενώ σε περιμένουμε εναγωνίως μετά τις

επιδρομές μας στα μαγαζιά…