ΑΝΑΨΕ τον προβολέα που σχεδόν ποτέ δεν ανάβω ­ τον είχα βάλει για να φωτίζω

έναν πίνακα του Μπαχαριάν αχνό, για να μη χάνεται στον λευκό τοίχο. «Το φως

δεν είναι αρκετό», αποφάνθηκε επιτιμητικά. Τα περισσότερα έπιπλα ­ όσα

μετακινούνταν, δηλαδή ­ είχαν μεταφερθεί στα άλλα δωμάτια και το καθιστικό

έδειχνε τεράστιο. Τα 21 χρόνια της Ζωής άξιζε να γιορτασθούν όπως εκείνη ήθελε

και ας ήταν ξεθέωμα η προετοιμασία. Ούτε συζήτηση για γιορτή έξω από το σπίτι.

«Αλλιώς είναι τα γενέθλια στο σπίτι», είχε δηλώσει αποφασιστικά και μονομιάς

πέρασαν από μπροστά μου είκοσι πάρτι γενεθλίων της και δεκατρία της Βασιάννας,

χώρια τα «ανεπίσημα»: Τα παιχνίδια και οι αλαλαγμοί της παιδικής ηλικίας, η

αμηχανία της εφηβείας μέχρι να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα, το πρώτο φοιτητικό πάρτι

που δέχθηκε και την «επίσκεψη» του «100»!

«Είναι λίγο το φως». Ρώτησα δειλά αν με όλα τα φώτα ανοιχτά θα γίνει το πάρτι

­ έτσι και αλλιώς η μικρή κι εγώ θα φεύγαμε πριν αρχίσει. Δεν μου απάντησε,

την απασχολούσε το ξεδιάλεγμα των CD και τα ηχεία. Πήρα θάρρος και συνέχισα:

«Μπλουζ θα χορέψετε με φωταψίες;». Ψευτογέλασε: «Άσε μας, βρε μαμά».

Το πάρτι κράτησε ώς τις 7 το πρωί, με ογδόντα μαντραχαλάκια, που άφησαν πίσω

τους εμφανή τα σημάδια του γλεντιού. Και το μπλουζ; Τι έγινε το μπλουζ μου; Τα

πάρτι στα χρόνια μου είχαν πολύ χοροπηδητό, αλλά όλοι ξέραμε πως αν άξιζαν,

ήταν για το μπλουζ στο μισοσκόταδο, τα ιδρωμένα μαλλιά στους κροτάφους, τα

σιγοψιθυρίσματα και την κρατημένη ανάσα. Τόλμησα να το πω στη σύσκεψη του

γραφείου. «Άντε από δω, αυτά είναι… παλαιολιθικά», με κορόιδεψαν. Ώστε έχω

χάσει τόσα… επεισόδια; Και όλοι οι άλλοι ­ εκτός από μένα ­ τα ξέρουν;