«ΤΑΞΙΔΕΥΑΜΕ» ακόμη με τον Μπραντ Πητ στο Θιβέτ, οι εικόνες των υψιπέδων στη

«Στέγη του Κόσμου» έτρεχαν γύρω μας καθώς βγαίναμε από το κατάμεστο «Ιντεάλ»

ώρα 1 τη νύχτα, όταν μας άρπαξε η βοή της φωτισμένης Πανεπιστημίου. Τα

αυτοκίνητα κυλούσαν ποτάμι προς Ομόνοια, πολύς κόσμος στα πεζοδρόμια, στην

άνοδο της οδού Αμερικής «κολλήσαμε» δύο φορές ­ πήχτρα από νεολαία στο

οδόστρωμα μπροστά στις ντισκοτέκ. Μιάμιση η ώρα Σαββάτου προς Κυριακή, η

κάθοδος προς το κέντρο της Βασιλίσσης Σοφίας πήγαινε «σημειωτόν», σαν να ‘ταν

πρωινό Δευτέρας με τη γνωστή κυκλοφοριακή συμφόρηση. Στο αντίθετο ρεύμα, προς

Αμπελόκηπους και βόρεια προάστια, το ημερολόγιο «έδειχνε» Παρασκευή

απομεσήμερο, σχόλασμα γραφείων και φυγή προς τα έξω ­ τόση ήταν και εκεί η κίνηση.

«Ε, αυτό δεν το βλέπεις πουθενά, σε καμιά χώρα», είπε η κοσμογυρισμένη Ελένη

και μάλλον έλεγε την καθαρή αλήθεια. Η Αθήνα ξενυχτάει απτόητη, όταν σε όλο

τον πλανήτη οι άνθρωποι χαρούμενοι ή λυπημένοι, χορτάτοι ή με τη στέρηση στο

σώμα και την ψυχή, στα όνειρα και τις ελπίδες, απαγγιάζουν για να

ξεκουραστούν, στ’ αλήθεια ή στα ψέματα.

Το περίεργο είναι ­ και το νιώθω κάθε φορά ­ πως η Αθήνα ομορφαίνει τις

νύχτες. Οι ασχήμιες της κρύβονται, το άγχος της μέρας θαρρείς πως έχει

εξατμισθεί, οι οδηγοί γίνονται ξαφνικά φιλικοί, οι πεζοί σε παρέες

κουβεντιάζουν χαλαρά, σαν ο χρόνος να βρίσκεται σε διακοπές και να ‘χει αφήσει

τα προβλήματα πίσω. Παράξενο το βιολογικό ρολόι αυτής της πόλης. Με όλες τις

αντιφάσεις, επιμένει ανάποδα. Αλλά και τι πάει να πει «ανάποδα», όταν οι

χτύποι του καλά ακούγονται στα ταξίδια της νύχτας;