Ανοίγει αύριο η αυλαία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την αναθεώρηση

του Συντάγματος, με τη δημόσια δέσμευση του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. για ουσιαστικό

διάλογο και συναινετική διάθεση, ανεξαρτήτως των σημαντικών διαφορών που

εντοπίζονται στις προτάσεις τους. Και τα δύο κόμματα διακηρύττουν ως στόχο

τους την εξεύρεση των καλύτερων δυνατών λύσεων. Έτσι, απομένει πλέον αφενός

μεν να αποδειχθεί και στην πράξη η διάθεση των κομμάτων να προχωρήσουν στις

αλλαγές με διακομματική συνεννόηση, μακριά από κομματικούς και εσωκομματικούς

ανταγωνισμούς, αφετέρου δε να διαψευσθούν οι φόβοι ότι η αναθεώρηση θα

χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι της αδυναμίας των κομμάτων να βρουν λύσεις σε

πολιτικά αδιέξοδα. Και βέβαια, θα πρέπει να αναδειχθεί η φιλοσοφία της

αναθεώρησης, ανατρέποντας την άποψη ότι οι προτάσεις των δύο μεγάλων κομμάτων

δεν οδηγούν σε τομές, αλλά καθοδηγούνται από την ανάγκη προσαρμογής σε νέα

δεδομένα. Τέλος, από τις εργασίες της Επιτροπής θα καταδειχθεί η διάθεση των

μελών της να εντάξουν στον προβληματισμό τους και νέες ιδέες – προτάσεις, οι

οποίες διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, που ξεκίνησε πριν από

δύο χρόνια, παράλληλα με τις κομματικές διαδικασίες για την αναθεώρηση.

ΕΝΑ ΕΠΑΡΚΕΣ, κατά γενική ομολογία, Σύνταγμα αναθεωρείται. Τα δύο μεγάλα

κόμματα έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους. Και μοιάζει σαν να κάνουν αγώνα

ποια από τις δύο προτάσεις θα αγγίξει τα περισσότερα ζητήματα. Η συζήτηση

άρχισε πριν δύο χρόνια. Ως εντυπωσιακότερο στοιχείο της αρχικής πρότασης του

ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε το θέμα του διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους. Πρόταση που

εγκαταλείφθηκε σύντομα για να δώσει τη θέση της στην αλλαγή του τρόπου εκλογής

του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Από την πλευρά της, η Ν.Δ. δεν ξάφνιασε με τις προτάσεις της. «Αναθεώρηση

χωρίς πνοή», θα πουν αρκετοί. «Χωρίς τόλμη», θα πουν άλλοι. «Χωρίς έμπνευση»,

θα πουν τρίτοι.

ΤΟ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ

Το ξάφνιασμα, η τομή, η ριζοσπαστική άποψη για την αναθεώρηση του Συντάγματος

προήλθε το 1995 με την πρόταση της Πολιτικής Άνοιξης και επαναλήφθηκε κατά

μεγάλο βαθμό από τον κ. Γιάννη Βαρβιτσιώτη την προηγούμενη εβδομάδα. Τρεις

είναι οι μεγάλες αλλαγές που προτείνει ο κ. Βαρβιτσιώτης και οι οποίες έχουν

ήδη τεθεί σε δημόσιο διάλογο, τουλάχιστον σε επίπεδο επιστημονικό και όχι

κοινοβουλευτικό, αφού, όπως και ο ίδιος δηλώνει κατηγορηματικά, αποτελούν

προσωπικές του απόψεις. Και δεν έχουν υιοθετηθεί, μέχρι στιγμής τουλάχιστον,

από τη Νέα Δημοκρατία.


Ο κ. Βαρβιτσιώτης, βασικός εισηγητής της Ν.Δ. στην αρμόδια κοινοβουλευτική

επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος, προτείνει να καθιερωθεί

ασυμβίβαστο υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας, απαγόρευση άσκησης

οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας στους βουλευτές, λαϊκή νομοθετική

πρωτοβουλία και σύσταση Συμβουλίου της Δημοκρατίας.

Πανεπιστημιακός δάσκαλος, πρώην υπουργός και βουλευτής ο κ.

Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης βρίσκει πολύ ενδιαφέρουσες τις προτάσεις του κ.

Βαρβιτσιώτη, ενώ συμπληρώνει πως «κι αν ακόμη κανείς σε ορισμένα σημεία τους

δεν συμφωνεί, θέτουν πάντως θέμα και όλες αποβλέπουν στην αναβάθμιση της

πολιτικής μας ζωής».

Την καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατίας (δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών,

λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, ανάκληση) υποστηρίζει και η Ένωση Ενεργών Πολιτών.

Ωστόσο, ο κ. Μαγκάκης, πριν σχολιάσει τις βασικότερες προτάσεις του κ.

Βαρβιτσιώτη, κάνει μία γενική παρατήρηση για την ανάγκη αναθεώρησης του

Συντάγματος επισημαίνοντας ότι «η σφοδρή επίθεση και η οδυνηρά συρρίκνωση που

έχουν υποστεί κατά την τρέχουσα δεκαετία του ’90 οι θεσμοί του κοινωνικού

κράτους καθιστούν αναγκαία την πληρέστερη συνταγματική τους προστασία. Η

σχεδιαζόμενη συνεπώς αναθεώρηση του Συντάγματος είναι ανάγκη να έχει ως έναν

από τους κύριους άξονές της την παροχή αυτής ακριβώς της προστασίας. Αυτό

σημαίνει προπαντός την πιο εξειδικευμένη και πρακτικά πιο αποτελεσματική

πρόβλεψη των κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς και τη διασφάλιση των κοινωνικών

κατακτήσεων που έχουν συντελεσθεί με αγώνες από υποχωρήσεις και συρρικνώσεις,

όπως αυτή, π.χ., που συμβαίνει με την προστασία του ΕΣΥ και του κράτους πρόνοιας».

ΔΙΑΦΩΝΕΙ

Αναφορικά με τις προτάσεις του στελέχους της Ν.Δ., ο κ. Μαγκάκης υπογραμμίζει:

* «Η πρώτη του πρόταση, να υπάρξει ασυμβίβαστο μεταξύ της βουλευτικής και της

υπουργικής ιδιότητας, δεν με βρίσκει σύμφωνο διότι για να θεραπεύσουμε το

μειονέκτημα ότι ο υπουργός αποβλέπει βέβαια και στην εξυπηρέτηση των

συμφερόντων της εκλογικής του – βουλευτικής περιφέρειας δημιουργούμε ένα άλλο

σοβαρότερο πρόβλημα: παραδίδουμε την πολιτική εξουσία στο βαθμό που ασκείται

από τους υπουργούς σε τεχνοκράτες συχνά απομονωμένους σε μία νοοτροπία

επιστημονικού εργαστηρίου και αποκομμένους από την αντιπαράθεση των πολλών και

διάφορων κοινωνικών συμφερόντων που συχνά πρέπει να εξισορροπηθούν. Αλλά

προπαντός γιατί την εξουσία αυτή θα την ασκούν πρόσωπα, τα οποία όσο

ευσυνείδητα κι αν είναι δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν το συναίσθημα ότι

είναι, πολιτικά, υπόλογα απέναντι στην κοινή γνώμη και στις κοινωνικές δυνάμεις».

* Σχετικά με την πρότασή του να παρασχεθεί η δυνατότητα νομοθετικής

πρωτοβουλίας σε πολίτες, ο κ. Μαγκάκης συμφωνεί «μόνο ως προς το σημείο να

μπορεί ένας αρκετά μεγάλος αριθμός εκλογέων (π.χ. 50.000) να υποβάλει στη

Βουλή πρόταση νόμου». Δεν συμφωνεί όμως, «να μπορούν με ορισμένη πρότασή τους

100.000 πολίτες να προκαλούν αναπομπή ενός ψηφισμένου νομοθετήματος στη Βουλή

για επανασυζήτηση. Μόνον ανωμαλία και όξυνση της πολιτικής ζωής μπορεί να

προκαλέσει η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου».

* Θεωρεί πολύ σοβαρή την πρόταση «για τη συγκρότηση ενός Συμβουλίου της

Δημοκρατίας, το οποίο θα συγκροτείται από 50 μέλη που θα εκλέγονται με σταυρό

προτιμήσεως για πέντε χρόνια με θητεία μη ανανεώσιμη σε εκλογές που θα

διεξάγονται παράλληλα με τις ευρωεκλογές μεταξύ υποψηφίων που θα υποδεικνύουν

τα κόμματα. Πρόκειται δηλαδή στην πραγματικότητα για ένα δεύτερο

αντιπροσωπευτικό σώμα, όπως υπάρχει σε ορισμένες άλλες χώρες, με τη γερουσία ή

τη σύγκλητο. Σύμφωνα με την πρόταση, το σώμα αυτό σε μας δεν θα έχει

νομοθετική εξουσία και σ’ αυτό συμφωνώ», τονίζει ο κ. Μαγκάκης. Και προσθέτει:

«Δεν συμφωνώ όμως με την άποψη ότι το σώμα αυτό θα έχει καθοριστικές

αρμοδιότητες για την άσκηση του έργου του Προέδρου της Δημοκρατίας, γιατί με

τις αρμοδιότητες αυτές ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξουδετερώνεται πλήρως και

τίθεται υπό κηδεμονία. Θεωρώ όμως σωστό να έχει την αρμοδιότητα της ερμηνείας

των διατάξεων του Συντάγματος για θέματα τα οποία αφορούν τη λειτουργία της

Βουλής και για τα οποία με την ισχύουσα ρύθμιση αποφασίζει η ίδια η Βουλή

(π.χ. ψήφος Αλευρά)».

Ο κ. Μαγκάκης εκτιμά επίσης ότι είναι ορθό να γίνεται και η επιλογή της

ηγεσίας φορέων δημόσιας εξουσίας, όπως είναι οι δημόσιοι οργανισμοί κ.λπ. από

αυτό το σώμα και όχι από κοινοβουλευτική επιτροπή όπως γίνεται σήμερα. Επίσης

πολύ σωστό είναι η άρση της ασυλίας των βουλευτών να γίνεται απ’ αυτό το σώμα

και όχι από τη Βουλή. Ίσως έτσι μπορέσει επιτέλους ο θεσμός της ασυλίας να

αποκτήσει σωστές διαστάσεις.

ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ

«Στις αρμοδιότητες του οργάνου αυτού εγώ θα προσέθετα και τη δυνατότητα το

σώμα αυτό να αποφασίζει και να ασκεί έλεγχο για την νομιμότητα και την

καθαρότητα της λειτουργίας ορισμένων κρίσιμων τομέων της δημόσιας ζωής».

«Τέτοιοι τομείς», καταλήγει ο κ. Μαγκάκης, «είναι προπαντός η προστασία του

περιβάλλοντος από κυκλώματα συμφερόντων, με τα οποία είναι φανερό ότι

συμπράττουν και ορισμένα καρκινώματα των δημοσίων υπηρεσιών. Οι καταπατήσεις

π.χ. των δασών, παράνομα μπαζώματα ακτών ή ρεμάτων δεν γίνονται χωρίς τη

συνεργασία επίορκων δασικών υπαλλήλων, υπαλλήλων πολεοδομικών γραφείων,

συμβολαιογράφων, λιμενικών και αστυνομικών αρχών. Μέχρι τώρα σ’ αυτές τις

περιπτώσεις έχει αποδειχθεί η ελληνική διοίκηση σε όλη της την πυραμίδα

ανίκανη να αντιδράσει. Ίσως αυτό το σώμα να δώσει τη λύση ενός προβλήματος

άκρως σοβαρού γιατί αφορά στη φυσική υπόσταση της πατρίδα μας. Δηλαδή, στο

ίδιο το σώμα της».

«ΣΥΜΦΩΝΩ με την απαγόρευση της άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος από τους

βουλευτές», σημειώνει ο πρώην υπουργός Γ.-Α. Μαγκάκης, σχολιάζοντας τη σχετική

πρόταση του κ. Βαρβιτσιώτη. «Γιατί η άσκηση οποιουδήποτε άλλου επαγγέλματος ­

προσθέτει ­ αφενός μεν σε αρκετές περιπτώσεις νοθεύει έστω κι άθελα τη δημόσια

αξιοπιστία της άσκησης αυτού του λειτουργήματος, μερικές δε φορές εκθέτει

κυριολεκτικά ολόκληρους τομείς της δημόσιας ζωής σε εύλογη δυσπιστία των

πολιτών. Παράδειγμα η άσκηση της δικηγορίας, που εκθέτει τη Δικαιοσύνη σε

υποψίες, έστω και άδικες, μεροληψίας υπέρ των υποθέσεων που υπερασπίζεται

βουλευτής δικηγόρος. Αλλά πέραν αυτού, η άσκηση επαγγέλματος αρκετές φορές

εμπλέκει τον βουλευτή και σε ποινικές υποθέσεις οι οποίες τροφοδοτούν στη

συνέχεια την όλη προβληματική του θεσμού της ασυλίας. Βουλευτής μηχανικός

π.χ., ο οποίος διώκεται για εξ αμελείας πρόκληση εργατικού ατυχήματος,

καλύπτεται από την ασυλία ενώ οι πράξεις του σε καμία περίπτωση δεν έχουν

σχέση με την άσκηση του βουλευτικού του έργου».

ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ αντίθεσή του, πάντως, εκφράζει ο συνταγματολόγος Ανδρέας Λοβέρδος.

«Η συνταγματική καθιέρωση ασυμβίβαστου κάθε είδους έργου και εργασίας των

βουλευτών ελέγχεται ως υπερβολική και ακραία…», τονίζει, για να επισημάνει

ότι ήδη έχουν καθιερωθεί ασυμβίβαστα για τον βουλευτή και ουσιαστικά η πρόταση

Βαρβιτσιώτη αφορά τα ελευθέρια επαγγέλματα και την εν γένει εμπορική

δραστηριότητα. Αλλά, όπως προσθέτει, «η επέκταση των ασυμβιβάστων και στους

ανωτέρω τομείς αφενός είναι δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό, την

ανεξαρτησία δηλαδή και την απρόσκοπτη λειτουργία των βουλευτών και, αφετέρου,

εάν υιοθετείτο θα εξανάγκαζε πλέον τους πάντες να αναζητούν την πρόσδεσή τους

στους οικονομικά ισχυρούς…»

«Πρέπει να τελειώνουμε με τη δημαγωγία που αφορά τους βουλευτές και τα

εισοδήματά τους…», καταλήγει ο κ. Λοβέρδος. «Ο Έλληνας βουλευτής αμείβεται

δυσανάλογα με το έργο που καλείται να προσφέρει. Συνεπώς, εξάπλωση του

ασυμβίβαστου πέρα από τα όρια που το Σύνταγμα σήμερα περιγράφει, θα εξαφάνιζε

και την τελευταία δυνατότητα της οικονομικώς αυτοτελούς λειτουργίας του

βουλευτή. Νομίζω ότι ο έμπειρος κ. Βαρβιτσιώτης πρέπει να το ξανασκεφθεί…»

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας Αντ. Ρουπακιώτης βρίσκεται κάπου

στη μέση… «Παρόμοια πρόταση θα μπορούσε να γίνει δεκτή υπό προϋποθέσεις»,

σημειώνει. «Πρώτον, να ισχύει για όλους τους βουλευτές, ώστε να μην

δημιουργούνται συνθήκες ανισότητας μεταξύ τους. Δεύτερον, η βουλευτική

αποζημίωση να ορίζεται σε ποσό τέτοιο που να καλύπτει τις αυξημένες

υποχρεώσεις τους ως βουλευτών. Και, τρίτον, η αποζημίωση αυτή να μένει

αποκλειστικά στους βουλευτές και όχι να κατατίθεται σε μικρό ή μεγάλο μέρος

για την ενίσχυση των κομμάτων τους, όπως συμβαίνει σήμερα σε κάποια

τουλάχιστον από τα ελληνικά κόμματα. Άρα, προκύπτει εμμέσως και ζήτημα

μεγαλύτερης οικονομικής ενίσχυσης των πολιτικών κομμάτων…».

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο κ. Ρουπακιώτης αναφέρει ότι «επιβάλλεται ο

περιορισμός των δικηγόρων – βουλευτών στα βουλευτικά καθήκοντά τους» ή

τουλάχιστον είναι επιβεβλημένο «να περιοριστεί η άσκηση της δικηγορίας από την

πλευρά τους ενώπιον των ανωτάτων μόνον δικαστηρίων…»

«ΡΗΞΙΚΕΛΕΥΘΕΣ» χαρακτηρίζει τις τρεις προτάσεις του κ. Βαρβιτσιώτη ο καθηγητής

Συνταγματικού Δικαίου κ. Κώστας Μαυριάς και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων.

«Η αφορώσα την καθιέρωση ασυμβιβάστου βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας

έχει πρότυπα σε άλλες χώρες και ήδη ­ όπως και ο ίδιος επισημαίνει ­ αποτέλεσε

πρόταση της Πολιτικής Άνοιξης κατά το μη ολοκληρωθέν πρώτο στάδιο της

αναθεωρητικής διαδικασίας 1995-96», τονίζει ο κ. Μαυριάς. Και συνεχίζει:

«Η γαλλική εμπειρία θα είναι εν προκειμένω πολύ χρήσιμη, κατά τη συζήτηση της

πρότασης του κ. Βαρβιτσιώτη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ., η οποία θα

πρέπει βέβαια να την υιοθετήσει προκειμένου να περιληφθεί στις προτάσεις της

για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι ανεξάρτητα από τα πλεονεκτήματά της ­ χωρίς αυτό

να σημαίνει ότι δεν παρουσιάζει και σημαντικά μειονεκτήματα ­ η καθιέρωση

ασυμβιβάστου υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας θα συναντήσει σθεναρή

αντίσταση, καθώς δεν φαίνεται δυνατή η εξασφάλιση της παραμονής στο υπουργικό

αξίωμα των βουλευτών που θα παραιτούνταν για να το καταλάβουν». Για τη δεύτερη

πρόταση του κ. Βαρβιτσιώτη, περί δημοψηφισμάτων και λαϊκής νομοθετικής

πρωτοβουλίας, ο κ. Μαυριάς τονίζει:

«ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ»

«Τα παραδείγματα άλλων χωρών, των οποίων τα Συντάγματα την προβλέπουν, δεν

λείπουν.

Ως ιδέα είναι συναρπαστική, εφόσον προάγει το στοιχείο της άμεσης Δημοκρατίας

στο πολίτευμα. Χρειάζεται, ωστόσο, μεγάλη προσοχή στη θέσπισή της, ώστε τυχόν,

υιοθετούμενη, να μην εκφυλισθεί κατά την εφαρμογή της σε ανταγωνιστικής μορφής

τοπικών ή συντεχνιακών αιτημάτων».

Για την επιστημονική αποτίμηση της τρίτης πρότασης του κ. Βαρβιτσιώτη, περί

σύστασης Συμβουλίου Δημοκρατίας, ο κ. Μαυριάς επισημαίνει πως απαιτούνται

περισσότερες διασαφήσεις, τις οποίες, όπως ο ίδιος ο πολιτικός έχει δηλώσει,

θα αναπτύξει σε διημερίδα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ και νομικός κόσμος βρίσκονται πλέον στη σφαίρα της συζήτησης για την

αναθεώρηση του Συντάγματος, καθώς αρχίζει η πρώτη και ουσιαστική φάση της

διαδικασίας για την αλλαγή του καταστατικού μας χάρτη.

Μια συζήτηση, η οποία δεν μπορεί, αλλά και δεν πρέπει, να εξαντληθεί στις

γραπτές προτάσεις που έχουν καταθέσει τα δύο μεγάλα κόμματα. Άλλωστε και τα

κόμματα επιδιώκουν να διευρυνθεί ο κύκλος των προσώπων που θα «καταθέσουν» τη

δική τους θέση και άποψη για την αναθεώρηση.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η πρόταση του καθηγητή κ. Ανδρέα Λοβέρδου, ο

οποίος, κινούμενος στο κρίσιμο και υπό αναθεώρηση κεφάλαιο των ατομικών

δικαιωμάτων, θίγει το θέμα της απαγορεύσεως του προσηλυτισμού.

«Είναι γνωστό ότι η παρούσα αναθεώρηση δεν εμφυσείται από κάποια μεγάλη πνοή,

αλλά είναι απλώς λειτουργική. Πιστεύω ότι η κατάργηση του προσηλυτισμού με τις

ευρύτερες συνέπειες που θα επέφερε, θα μπορούσε να δώσει πνοή και σύνθημα στην

αναθεώρηση, την ολοκλήρωση του κράτους δικαίου», τονίζει ο κ. Λοβέρδος, αφού

προηγουμένως καταγράφει και αναλύει το πρόβλημα της ισχύουσας συνταγματικής τάξης.

«Το Σύνταγμα του 1975/86 οριοθετεί με τρόπο δημοκρατικό τις σχέσεις κράτους κι

Εκκλησίας και έτσι διαφοροποιείται σε σχέση με το παρελθόν. Η Ελλάδα ανήκει

στις χώρες που αναγνωρίζουν επικρατούσα θρησκεία και συγκεκριμένα την

Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού.

Η αναγνώριση έχει χαρακτήρα αφενός διαπιστωτικού γεγονότος, ότι οι

περισσότεροι Έλληνες ασπάζονται τη θρησκεία αυτή και αφετέρου τιμητικό, για

την αναγνώριση της προσφοράς της Εκκλησίας στο Έθνος. Τα θέματα της

θρησκευτικής ελευθερίας ρυθμίζονται σε άλλο Μέρος του Συντάγματος απ’ ότι οι

σχέσεις κράτους – Εκκλησίας και ειδικά στο β’ Μέρος, περί Δικαιωμάτων.

Η θρησκευτική ελευθερία είναι λοιπόν πλήρως απαλλαγμένη από τις σχέσεις

κράτους – Εκκλησίας, ενώ η συνταγματική απαγόρευση του προσηλυτισμού αφορά τον

κολασμό εκείνου που με απατηλό τρόπο επιχειρεί να επηρεάσει τη θρησκευτική

συνείδηση του οποιουδήποτε, οποιαδήποτε θρησκεία κι αν αυτός ασπάζεται.

Αυτή η διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, περί απαγορεύσεως του

προσηλυτισμού, έχει δημιουργήσει πάμπολλα προβλήματα σε ανθρώπους και στην

ίδια την Ελλάδα, που καταδικάζεται απ’ όλους τους διεθνείς οργανισμούς, ώστε

κατά τη γνώμη μου να τίθεται ευθέως ζήτημα κατάργησής της.

Αν και όλα τα προβλήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν με μια κατάλληλη ερμηνεία

της απαγόρευσης του προσηλυτισμού, άποψή μου είναι πως για όσα χρόνια η

διάταξη αυτή θα διατηρείται, θα παρέχει άλλοθι για την παραβίαση της

θρησκευτικής ελευθερίας και θα δίνει έδαφος στη φιλολογία περί πολιτικού κόστους».