«Δεξιότερα Κουροπάτκιν» υποδεικνύει ο Κ. Καραμανλής, επιχειρώντας να

αναπροσανατολίσει το πολιτικο-ιδεολογικό στίγμα της Ν.Δ. και να το αποκαθάρει

από τον «αριστερό» λεγκαλισμό και τις «λενινιστικές» αναφορές του Μ. Έβερτ…

ΓΙΑ «ΔΕΞΙΑ» μετατόπιση κατηγορεί η ελάσσων αντιπολίτευση το ΠΑΣΟΚ, το οποίο

προωθεί τη συγκρότηση της «κεντρο-αριστεράς»…

«Αριστερά» και «Δεξιά», σε διεθνές επίπεδο διασταυρώνουν και επικαλύπτουν

συχνά τα βήματά τους. Φαίνεται σαν να μην υπάρχουν ξεκάθαρες θέσεις και αρχές,

αλλά προκαθορισμένοι ρόλοι προς διεκπεραίωση…

Η Δεξιά γυρίζει σήμερα στο παρελθόν για να «οικοδομήσει» το μέλλον.

Ο φιλελευθερισμός ­ όπως τον γνωρίσαμε μεταπολεμικά ­ εμφανίσθηκε με το

«ένδυμα» του κεϋνσιανισμού και προσέλαβε τη μορφή ενός «ήπιου» καπιταλισμού,

εισάγοντας στο σύστημα του ανταγωνισμού στοιχεία κοινωνικών δικαιωμάτων.

Το κράτος πρόνοιας όμως εφαρμόσθηκε συγκυριακά, ως «υπολειμματικό μοντέλο»

κοινωνικών παροχών και δεν προσέλαβε τη δομή ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού

κράτους, ικανού να διασφαλίσει τις κοινωνικο-οικονομικές ισορροπίες σε

μακροπρόθεσμο ιστορικό ορίζοντα.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Δεξιά προσφεύγει, για να νομιμοποιήσει

πολιτικο-ιδεολογικά τον νέο τύπο συσσώρευσης, στις βασικές αρχές του

φιλελευθερισμού στον Α. Smith, υιοθετώντας τις αντιλήψεις για το «Αόρατο Χέρι»

που αυτορρυθμίζει την αγορά.

Με μια βασική όμως διαφορά: Ότι ο Α. Smith, ο κλασικός φιλελευθερισμός,

απευθυνόταν ιστορικά σ’ ένα σύστημα μικρών και μεσαίων παραγωγών και

θεμελιωνόταν στο αίτημα για τη συνολική αναπαραγωγή της κοινωνίας και όχι για

τον ακρωτηριασμό της, όπως πράττει σήμερα η ορατή «Σιδηρά Χειρ» των μηχανισμών

της αγοράς.

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Η Αριστερά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 τελεί περίπου σε παραίτηση. Δεν

απέρριψε μόνο το ιστορικό πρότυπο των καθεστώτων του ανατολικού συνασπισμού

και τη δογματική εκδοχή του μαρξισμού, αλλά εγκατέλειψε κυριολεκτικά στο

«πεδίο της μάχης» το σύνολο σχεδόν των θεωρητικών της «εργαλείων», αλλά και

βασικών αξιακών της θεμελίων.

Περιγράφει σήμερα τον καπιταλισμό με όρους που εμφανίζουν το σύστημα σαν έναν

μετα-βιομηχανικό τύπο ανάπτυξης, όπου η κοινωνική ανάλυση βασίζεται σ’ έναν

τύπο μετα-τάξεων (post-classes).

Ισχυρίζεται δηλαδή ότι σήμερα ­ μέσα σ’ ένα ραγδαίως μεταβαλλόμενο καταμερισμό

της εργασίας ­ δεν διαμορφώνονται κοινωνικές τάξεις, αλλά ομάδες συμφερόντων

που συνδέονται απευθείας με το κράτος, τη διοίκηση και την οικονομία της

αγοράς, χωρίς μεσολάβηση του πολιτικού συστήματος ή να δεσμεύονται από

ευρύτερες αξίες και αρχές.

Τη θέση των κοινωνικών αντιθέσεων, των συγκρουόμενων συμφερόντων, της

εκμετάλλευσης, καταλαμβάνει σήμερα η γενίκευση, η ισοπέδωση, η απροσδιοριστία.

Αναπτύσσεται παράλληλα η τάση για αξιακή ουδετερότητα και τονίζονται σαν κύρια

στοιχεία της «αριστερής» ανάλυσης τα προβλήματα του περιφερειακού, του

τοπικού, της οικολογίας, των μειονοτήτων κ.λπ., που δεν προκύπτουν από τη

σύνθεση αλλά από τη διάσπαση της κοινωνίας και των σχέσεων που τη συγκροτούν.

Η Αριστερά απορρίπτει συνολικά το παρελθόν, απορεί για το παρόν και ανιχνεύει

δειλά το μέλλον. Ας ελπίσουμε ότι θα βρει σύντομα την τροχιά που θα την

οδηγήσει σ’ αυτό.

Ο «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ»

Πάνω σ’ αυτό το πεδίο σύγχυσης αξιών, προτύπων και μεθοδολογικών προσεγγίσεων,

προβάλλει ο «εκσυγχρονισμός», που παρουσιάζεται σαν πανάκεια για τη «θεραπεία»

των δυσλειτουργιών του συστήματος.

Όμως ο εκσυγχρονισμός, ως δέσμη πολιτικο-οικονομικών και κοινωνικών επιλογών,

δεν ταυτίζεται με τον τυπικό ορθολογισμό. Δεν αποκαθιστά μόνο τη λειτουργική

συνέχεια σκοπού – μέσου – αποτελέσματος.

Οι έννοιες της «παραγωγικότητας», της «αποτελεσματικότητας», της

«ανταγωνιστικότητας» δεν αποτελούν απλούς στατιστικούς όρους και τυπικά

αριθμητικά μεγέθη. Δεν είναι ούτε δια-ταξικές ούτε υπερ-ταξικές επιλογές.

Εκφράζουν, αντίθετα, παραγωγικές σχέσεις, κοινωνικά συμφέροντα.

«Αποφασίζουν» για τους «κερδισμένους» και τους «χαμένους».

Αν πράγματι η Αριστερά θέλει να αναφέρεται σ’ έναν εκσυγχρονισμό που ουσιώδες

του περιεχόμενο θα είναι η δική της δέσμη κοινωνικών αξιών και επιλογών, τότε

δεν μπορεί παρά να επιδιώκει ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα οριοθετούν την

εξουσία της οικονομίας της αγοράς ­ και των συμφερόντων που τη συνοδεύουν ­

απέναντι στην κοινωνία και στην πολιτική εξουσία.

Μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίσουν τα συμφέροντα και τις ανάγκες των στρωμάτων

που οδηγούνται σήμερα έξω από τον καταμερισμό της εργασίας και υφίστανται τις

συνέπειες της αποδιάρθρωσης του κράτους πρόνοιας.

Σ’ έναν τέτοιο τύπο σύγχρονου consensus, που ξεπερνά τα παραδοσιακά «κοινωνικά

συμβόλαια» και αναφέρεται στην κατοχύρωση κοινωνικών και οικονομικών

δικαιωμάτων, η Αριστερά μπορεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό και όχι

διεκπεραιωτικό ρόλο.

Ώστε να ξεφύγει οριστικά από την πορεία της σύγχυσης και να ακολουθήσει τον

δικό της δρόμο στην ιστορική περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας.

Ο Μενέλαος Γκίβαλος είναι λέκτορας Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.