Είναι άδηλο αν η επιστροφή του Γ. Σουφλιά στη Νέα Δημοκρατία θα οδηγήσει

στον τερματισμό του μετεωρισμού της μεταξύ μεγαλόστομων διακηρύξεων περί

«μεσαίου χώρου» και πράξεων ­ ατομικών αλλά και συλλογικών ­ εθνικολαϊκής

Δεξιάς.

Σε κάθε, όμως, περίπτωση η επάνοδος του συμπαθούς και δημοφιλούς Σαρακατσάνου

αποτέλεσε ένα σημαντικό κέρδος για τη Ν.Δ. στο «παιχνίδι κέντρου», στο οποίο

επιδίδονται απαξάπαντες, ιδιαίτερα μετά και την ίδρυση του κόμματος

Αβραμόπουλου.

Και το κέρδος γίνεται σημαντικότερο, καθώς η κίνηση αυτή μεταφράσθηκε περίπου

αυτόματα σε ήττα του κυβερνώντος κόμματος, μια εξέλιξη που ήταν αναπόφευκτη,

αφού το ίδιο το ΠΑΣΟΚ είχε μετατρέψει την όποια επιλογή Σουφλιά σε «παιχνίδι

μηδενικού αθροίσματος» μεταξύ των δύο κομμάτων. Πράγματι, καθ’ όλο το

τελευταίο διάστημα δεν υπήρχε επιφανές στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος που

να μην εκφράσει τη βούλησή του να ενταχθεί στο ΠΑΣΟΚ ο Γ. Σουφλιάς,

συνοδεύοντας, συνήθως, αυτή την ευχή με την παράλληλη για ένταξη και της πρώην

προέδρου του ΣΥΝ Μ. Δαμανάκη. Η ομοβροντία, άλλωστε, αυτή οδήγησε να

διατυπωθεί και σχετικό ερώτημα κατά την πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron

Analysis.

Η τελική κατάληξη της υπόθεσης υποδηλώνει έτσι και τα όρια των αντιλήψεων που

κυριαρχούν στο ΠΑΣΟΚ. Ας τα ανιχνεύσουμε. Κατ’ αρχήν, η σχετική φιλολογία που

αναπτύχθηκε ποτέ δεν ξεπέρασε τα όρια της «μετεγγραφολογίας» και των

προσωπικών προσκλήσεων. Ποτέ δεν προσέγγισε μια αντίληψη ανασύνθεσης του

πολιτικού τοπίου, παραταξιακής συγκρότησης, συμπόρευσης και συνεργασίας με

διακριτά ρεύματα, που έχουν διαφορετικές προελεύσεις, ιστορίες και ταυτότητες

και με τα οποία διαπιστώνεται σύμπτωση στοχεύσεων την παρούσα περίοδο.

Ακόμα και ο όρος της «αμφίπλευρης διεύρυνσης» που χρησιμοποιούσαν στις

συνεντεύξεις τους τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος ήταν άκρως δηλωτικός,

καθώς θύμιζε κάτι από τις αλήστου μνήμης… στρατολογήσεις. Ως μοναδική

«αποσκευή» αναγνωριζόταν το όνομα, πράγμα που, ανεξαρτήτως υπαρκτών

συμβολισμών, μείωνε το εύρος της επιζητούμενης «μετακίνησης» και το καθιστούμε

«μιας χρήσεως» και μικρής διάρκειας.

Κάποιες εξαιρέσεις σ’ αυτόν τον κανόνα (αποσπάσματα εισήγησης Κ. Σημίτη στην

Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ και συνέντευξη Κ. Λαλιώτη στα «ΝΕΑ») από τη μια υπήρξαν πολύ

πρόσφατες και από την άλλη δεν κατέληξαν σε συλλογικό σχέδιο.

Ήταν φυσικό η εικόνα να μην αλλάξει. Και από τη στιγμή που η συζήτηση είχε

επικεντρωθεί και περιορισθεί αποκλειστικά σε επίπεδο προσωπικό, η πιο

φυσιολογική εκδοχή για τον Γ. Σουφλιά, ως πρόσωπο, ήταν να επιστρέψει στη Ν.Δ.

Κατά δεύτερον, τα όρια διαφαίνονται και από την ασύγγνωστη ελαφρότητα και

επιπολαιότητα στον χειρισμό του όλου θέματος. Είναι δυνατόν να «μιζάρουν» όλα,

σχεδόν, τα κορυφαία στελέχη στο όνομα του Γ. Σουφλιά χωρίς να έχουν από μέρους

του πράσινο φως; Ακόμα, λοιπόν, και η περιορισμένη και περιοριστική λογική που

περιγράψαμε προηγουμένως, υπηρετήθηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, πράγμα

που δηλώνει πολλά.

Κατά τρίτον, όλη την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, το ΠΑΣΟΚ έδειχνε

αυτάρκης, περίκλειστος και αλαζονικός σχηματισμός, καθώς την ίδια ώρα που η

πρόσκληση στον Γ. Σουφλιά είχε γίνει το ρεφρέν των συνεντεύξεων των επιφανών,

από άλλους, πάλι από το ΠΑΣΟΚ, περίσσευαν οι μειωτικές, απαξιωτικές έως και

υβριστικές εκφράσεις για την πιθανότητα ­ και μόνο ­ ενός ανοίγματος. Το ΠΑΣΟΚ

­ συλλογικά και συνολικά ­ δεν συζητούσε και δεν αποφάσιζε τι ακριβώς θέλει.

Και ο χρόνος έτρεχε. Η κατάληξη ­ και γι’ αυτόν τον λόγο ­ ήταν φυσιολογική.

Συμπερασματικά, το ΠΑΣΟΚ υπέστη «κάζο Σουφλιά» και το μόνο κέρδος που μπορεί,

πλέον, να έχει είναι να ξανασκεφθεί και να αναθεωρήσει αντιλήψεις, λογικές,

νοοτροπίες και μεθόδους που αποδείχθηκαν ατελέσφορες.

Ο δημοσιογράφος Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι στέλεχος της Ανανεωτικής

Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς.