Ποιες μπορεί να είναι οι προοπτικές της οργανωμένης συλλογικής δράσης σε ένα

περιβάλλον που καταξιώνει πλέον την ατομική οικονομική δραστηριότητα; Έχουν οι

παραδοσιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις την αναγκαία αξιοπιστία ώστε να

πείσουν τους πολίτες να εμπιστευθούν στα χέρια τους ­ ή μάλλον στα λόγια και

στις πράξεις τους ­ την οικονομική τους τύχη και την επαγγελματική τους

εξέλιξη; Η αυταπόδεικτη εξάρτηση του ελληνικού συνδικαλισμού από τα κόμματα

και η προώθηση των ικανότερων στελεχών του στην πολιτική κονίστρα έχει

κλονίσει αναπότρεπτα την εμπιστοσύνη του εργατικού κόσμου στον διεκδικητικό

του ρόλο;

Εύκολα και δίχως ιδιαίτερη σκέψη, θα μπορούσε κάποιος να συγκατανεύσει στα

παραπάνω ερωτήματα. Το πρόβλημα όμως της παρακμιακής απομάκρυνσης του

συνδικαλισμού από τον ρόλο του ενός από τους πυλώνες στήριξης της αξιοπιστίας

και της λειτουργικότητας του δημοκρατικού μας συστήματος είναι αρκετά πιο

σύνθετο. Η επιλογή της συνδικαλιστικής δράσης σαν ένα είδος επαγγελματικής

καριέρας από μέρους πολλών στελεχών της κορυφής έχει σίγουρα υπονομεύσει την

αξιοπιστία του εργατικού κινήματος. Εξίσου αρνητικά για τον μέσο εργαζόμενο

έχει λειτουργήσει και το γεγονός πως τα συνδικάτα αποτελούν ουσιαστικά

αποικίες των κομμάτων στους χώρους δουλειάς και μέσα στην κοινωνία. Κάτι που

δύσκολα μπορούν να αρνηθούν με τρόπο πειστικό τα στελέχη του εργατικού

κινήματος εφόσον σπάνια κρύβουν την κομματική τους ταυτότητα, ενώ η μετακίνησή

τους από τον χώρο των εργασιακών διεκδικήσεων στο πεδίο της καθαρά κομματικής

πολιτικής δράσης έχει γίνει πια συνήθεια και σχεδόν κανόνας. Επιπρόσθετα, η

λαϊκή καχυποψία αυξάνεται κι από το γεγονός πως ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα

περίπου ταυτίζεται με τον δημόσιο τομέα της οικονομίας. Η οργανωμένη

συνδικαλιστική δράση στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας είναι περίπου

ανύπαρκτη. Συνδικαλιστές κινούνται κι αναδεικνύονται κι εργατικά σωματεία

θεριεύουν κυρίως ανάμεσα στις κρατικές επιχειρήσεις, σε οργανισμούς κοινής

ωφέλειας και στο κυρίως Δημόσιο. Με άλλα λόγια, ο συνδικαλισμός έχει δόντια

και δυνατότητες μοναχά στους τομείς εκείνους που το κράτος διαφεντεύει σαν

εργοδότης μοιράζοντας παροχές, οικονομικές δυνατότητες και προνόμια

μονοπωλίου. Το κράτος, λοιπόν, το κάθε κόμμα δηλαδή που βρίσκεται στην

κυβέρνηση πραγματοποιεί τις προσλήψεις προσωπικού που στη συνέχεια

συνδικαλίζεται για να ζητήσει από το κράτος ­ με το οποίο έχει προφανείς κι

ανεπτυγμένες πελατειακές σχέσεις ­ παροχές και παραχωρήσεις για την παραπέρα

δική του καλοπέραση. Οι συμπαιγνίες είναι δύσκολο να κρυφτούν πλέον από τα

μάτια του απλού πολίτη. Πώς γίνεται ο χθεσινός πειθήνιος πελάτης του

βουλευτικού γραφείου ή της κομματικής καμαρίλας να μετατρέπεται άξαφνα σε

διαπρύσιο διεκδικητή λαϊκών δικαιωμάτων από τον μηχανισμό ακριβώς εκείνο που

τον βόλεψε στη θέση από την οποία σήμερα φωνάζει και διαμαρτύρεται; Και πόσο

αξιόπιστη μπορεί να είναι αυτή η διαμαρτυρία όταν μετά την επόμενη πιθανά

εκλογική αναμέτρηση ο διαμαρτυρόμενος σήμερα εργατοπατέρας θα βρίσκεται από

την αντίπερα πλευρά του λόφου και σαν μέλος της Βουλής ή του Υπουργικού

Συμβουλίου θα επιχειρεί να καταπνίξει ή να εξουδετερώσει τις εξίσου βροντερές

τότε διαμαρτυρίες των επιγόνων του;

Το αδιέξοδο όμως του συνδικαλισμού γίνεται οξύτερο από τις γενικότερες αλλαγές

που σημαδεύουν την πορεία της οικονομίας. Ένα εργατικό κίνημα που στηρίζεται

στο Δημόσιο για την επιβεβαίωση της δύναμής του είναι φυσικό να κλονίζεται

όταν το Δημόσιο χάνει τον κυρίαρχο ρόλο που είχε πάνω στην οικονομία. Η

ιδιωτικοποίηση των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων, η αποδέσμευση της οικονομίας

από ασφυκτικούς κι αυθαίρετους κρατικο-γραφειοκρατικούς ελέγχους και το

άνοιγμα των συνόρων στο διεθνές εμπόριο και στις αδέσμευτες διεθνείς

οικονομικές συναλλαγές αποδιώχνουν το Δημόσιο από την κεντρική σκηνή της

οικονομίας. Τα ιδιωτικά συμφέροντα ελέγχουν πλέον, κι όσο θα περνάει ο καιρός

θα ελέγχουν περισσότερο, τα κυρίαρχα ύψη της οικονομίας. Ποιος θα είναι τότε ο

ρόλος ενός κρατικοδίαιτου και δημοσιοελεγχόμενου συνδικαλισμού; Είναι προφανές

πως με βάση τη σημερινή του μορφή και τον τωρινό του χαρακτήρα ο συνδικαλισμός

στην Ελλάδα δεν έχει μπροστά του κάποιο ιδιαίτερα λαμπερό μέλλον…

Τα νέα μεγέθη όμως που διαμορφώνονται στην οικονομία και οι καινούργιες

συμπεριφορές και συνήθειες που σχηματίζονται στην αγορά υπονομεύουν και κάνουν

προβληματική αυτή την ίδια την ουσία της συλλογικής δράσης των εργαζομένων. Σε

μια εποχή που η ανάπτυξη και η κοινωνική ευημερία μετρούνται ως συνεπακόλουθα

των ελεύθερων ατομικών πρωτοβουλιών επιχειρηματιών σε ανοιχτές και ελεύθερες

αγορές, τα πλαίσια δράσης εργατικών σωματείων καθίστανται σχεδόν ασφυκτικά. Οι

συνδικαλιστικές οργανώσεις αποτελούν προϊόντα της βιομηχανικής εποχής. Ήλθαν

στο προσκήνιο μαζί με τις καπνοδόχους των μεγάλων εργοστασίων και τα

μηχανήματα των μεσαίου μεγέθους βιοτεχνιών. Ο συνδικαλισμός οικοδομήθηκε σαν

απάντηση της εργατικής τάξης στις περίπου απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς της

εποχής της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής. Μεγάλες κι απρόσωπες παραγωγικές

μονάδες τότε, συχνά με χιλιάδες εργαζομένους, έβγαζαν μαζικά στην αγορά

ομοειδή προϊόντα προορισμένα για μεγάλες εθνικές αγορές δίχως απαιτήσεις

ιδιαιτερότητας και ποικιλίας. Σήμερα όλα αυτά έχουν περίπου ανατραπεί. Οι

μαζικές εθνικές αγορές έχουν αντικατασταθεί από τις ανοιχτές και καταναλωτικά

επιλεκτικότερες διεθνείς αγορές, στις οποίες πρωταγωνιστές είναι πλέον

μικρότερες μονάδες υψηλής τεχνολογίας που απευθύνονται σε ένα διεθνές

καταναλωτικό κοινό με σαφώς πιο προσωποποιημένα αγοραστικά γούστα.

Ο εργαζόμενος σήμερα δεν αποτελεί μια απρόσωπη μονάδα που μηχανικά

διεκπεραιώνει βαρετά καθήκοντα σε παραδoσιακές γραμμές παραγωγής. Ο σημερινός

απασχολούμενος, ακόμη κι όταν δεν είναι «εργάτης της γνώσης» ­ όταν δηλαδή δεν

απασχολείται σε καλοπληρωμένες δουλειές υψηλής τεχνολογίας ­ κατοχυρώνει

προσωπικές του επιλογές και αμείβεται ανάλογα με τα προσόντα και την εμπειρία

που φέρνει στον χώρο της δουλειάς. Διαπραγματεύεται ατομικά τις απολαβές του

κι απεχθάνεται τη μαζικοποίηση της εργασιακής του προσφοράς. Το συνδικαλιστικό

σωματείο φαντάζει στα μάτια του σαν εργαλείο καθήλωσής του στο επίπεδο της

μάζας παρά σαν μηχανισμός απελευθέρωσής του από τις εκμεταλλευτικές αρπάγες

του εργοδότη. Στη σύγχρονη αγορά όπου κυριαρχούν τα επαγγέλματα που προσφέρουν

υπηρεσίες σε ιδέες, γνώση, συμβουλές, διαφήμιση, διασκέδαση, πληροφόρηση και

ήχο με εικόνα, ο εργαζόμενος διαπραγματεύεται την παρουσία του στη δουλειά

όπως ο καλοπληρωμένος αθλητής τη συμμετοχή του στην ομάδα. Η συλλογική

συμφωνία δεν αποτελεί γι’ αυτόν κατάκτηση ­ συνιστά μάλλον έναν εφιάλτη

ατομικής αιχμαλωσίας…

Δεν είναι τυχαίο πως στην Ευρώπη ο ρόλος των εργατικών συνδικάτων φθίνει με

ταχύτατους ρυθμούς. Σύμφωνα με μια μελέτη της ίδιας της Ευρωπαϊκής

Συνομοσπονδίας Εργατικών Ενώσεων που εδρεύει στις Βρυξέλλες, το μέλλον του

συνδικαλισμού στη Γηραιά Ήπειρο είναι ζοφερό (βλ. σχετ. Jeremy Waddington

& Reiner Hoffmann, Trade Unions in Europe: Facing Challenges and

Searching for Solutions. European Trade Union Institute, Brussels, 2001).

Η αδυναμία εκσυγχρονισμού του ρόλου, της δράσης και της κοινωνικής τους

συμπεριφοράς δείχνει να περιθωριοποιεί τα συνδικάτα μπροστά στο καινούργιο

περιβάλλον του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού, των ταχύτατων τεχνολογικών

αλλαγών, του φαινομένου της ελαστικής απασχόλησης και της μεταφοράς του

μεγαλύτερου μέρους του τομέα των υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Με την οριακή εξαίρεση της Σουηδίας, στην υπόλοιπη Ευρώπη ελάχιστοι

εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα είναι σήμερα συνδικαλισμένοι. Το πρόβλημα

κορυφώνεται στη Γερμανία όπου εργατικοί αντιπρόσωποι υπάρχουν μονάχα στο 6%

των χώρων εργασίας, στη Γαλλία όπου η κρίση των συνδικάτων έχει πάρει

διαστάσες ηθικής αποσύνθεσης, ενώ στην Ισπανία οι εργατικές ενώσεις

περιθωριοποιούνται σε επίπεδο περιφερειακών κινήσεων διαμαρτυρίας μαζί με τους

οικολόγους, τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους.

Για τους προβληματισμένους ηγέτες του ευρωπαϊκού συνδικαλισμού στις Βρυξέλλες,

τα μεγάλα συνδικάτα φαντάζουν πια σαν κούφια όστρακα με μεγαλοπρεπείς

προσόψεις. Με σχεδόν ανύπαρκτο περιεχόμενο, δείχνουν να έχουν ένα πολύ αβέβαιο

μέλλον από την ώρα που και οι κυβερνήσεις θα αποφασίσουν να αμφισβητήσουν την

ικανότητά τους να εκπροσωπούν γνήσια τον απασχολούμενο πληθυσμό. Αν μια τέτοια

αντιπαράθεση φθάσει στα όρια της ανοιχτής νομοθετικής αμφισβήτησης, είναι

πιθανόν πλέον ο συνδικαλισμός να συντριβεί και μαζί του να κλείσει μια

σημαντική σελίδα στην εξέλιξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών.