Η προωθούμενη με το σχέδιο νόμου «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, δεν θα επιλύσει

κανένα από τα πραγματικά οξύτατα προβλήματα της τεχνολογικής μη

πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας και ούτε βέβαια πρόκειται να την

αναβαθμίσει, όπως προσχηματικά υποστηρίζεται.

Αντίθετα, μάλιστα, χωρίς την εξασφάλιση των στοιχειωδών ακαδημαϊκών και

οικονομικών προϋποθέσεων, η προώθηση μιας φορμαλιστικής «ανωτατοποίησης», στο

όνομα της βεβιασμένης προσαρμογής στις ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες (π.χ.

Διακήρυξη της Μπολόνια) κάνει περισσότερο θολό και προβληματικό το τοπίο της

ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας.

Τα προβλήματα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης των πτυχίων των ΤΕΙ και τα

επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων, που εμφανίζονται στον Τύπο ως τα

βασικά αίτια της αντιπαράθεσης ανάμεσα στα ΑΕΙ και ΤΕΙ δεν συνιστούν, κατά τη

γνώμη μας, τα ουσιαστικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η τριτοβάθμια

εκπαίδευση στη χώρα μας. Αντίθετα, τα σημαντικά προβλήματα, τα οποία είναι

κοινά και οφείλουν να τα αντιμετωπίσουν ενιαία τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, είναι: η

διακύβευση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης σε διεθνές επίπεδο και η

αντιμετώπιση της ανώτατης εκπαίδευσης ως εμπόριο υπηρεσιών (Παγκόσμιος

Οργανισμός Εμπορίου, Γενική Συμφωνία για το Εμπόριο των Υπηρεσιών GATS 1995),

ο ανορθολογικός σχεδιασμός του ΥΠΕΠΘ και οι συνέπειες κατακερματισμού και

επικαλύψεων των γνωστικών αντικειμένων ΑΕΙ/ΤΕΙ, τα προβλήματα ακαδημαϊκής

αυτοτέλειας, η χαμηλή δημόσια χρηματοδότηση, οι πάγιες ελλείψεις διδακτικού

προσωπικού, τα προβλήματα των εκτάκτων, οι ελλείψεις υποδομών. Αυτά τα

προβλήματα ουδόλως αντιμετωπίζονται από το νομοσχέδιο της λεκτικής

«ανωτατοποίησης» των ΤΕΙ.

Τα συλλογικά όργανα των ΑΕΙ και ΤΕΙ (Σύγκλητοι, Πρυτάνεις και πρόεδροι,

Γενικές Συνελεύσεις Τμημάτων) οφείλουν απέναντι στην ακαδημαϊκή κοινότητα να

αναλάβουν πρωτοβουλίες για απευθείας διάλογο (ανεξάρτητα από το ΥΠΕΠΘ), ο

οποίος θα περιλαμβάνει τα εξής:

1. Συστηματική καταγραφή, ανάλυση και επιστημονική συζήτηση για τα

περιεχόμενα των υπαρχόντων προγραμμάτων σπουδών από ομοειδή Τμήματα (ΑΕΙ, ΤΕΙ,

Ανοικτό Πανεπιστήμιο) κατά ενότητα γνωστικών αντικειμένων στα επιστημονικά

πεδία των ανθρωπιστικών, κοινωνικών επιστημών, τεχνολογίες / μηχανικών,

οικονομίας και διοίκησης κ.ά. Στόχος είναι να εντοπιστούν τα προβλήματα του

κατακερματισμού της επιστήμης, της πρόωρης ή μη εξειδίκευσης, οι ταυτίσεις και

τα κενά, η σχέση ανάμεσα στη γενική εγκύκλια παιδεία και στις ειδικεύσεις.

2. Αξιολόγηση των διαφορετικών μοντέλων οργάνωσης τριτοβάθμιας

εκπαίδευσης, λαμβάνοντας υπόψη την ευρωπαϊκή εμπειρία με τις θετικές και

αρνητικές επιπτώσεις (π.χ. δυαδικό σύστημα Γερμανίας, ενιαίο σύστημα Αγγλίας

κ.ά.).

3. Εξέταση των εναλλακτικών δυνατοτήτων μετεξέλιξης των ΤΕΙ σε

Πανεπιστήμια (ή ορισμένων Τμημάτων τους), η ένταξη των ΤΕΙ σε υπάρχοντα ΑΕΙ ή

διατήρησή τους ως διακριτό υποσύστημα μη πανεπιστημιακής τεχνολογικής

εκπαίδευσης ή ακόμη και κατάργησης ορισμένων Τμημάτων με εξειδικευμένα

επαγγελματικά πτυχία τύπου ΙΕΚ.

Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν την ουσιαστική αξιολόγηση (γνωστικών αντικειμένων

– προγραμμάτων σπουδών, ανθρώπινου δυναμικού, υποδομών) και την εξασφάλιση των

απαραίτητων πόρων και στη συνέχεια νομοθετικές ρυθμίσεις. Η ένταση που έχει

ήδη δημιουργηθεί (αντιπαραθέσεις στο σχέδιο νόμου, κινητοποιήσεις ΑΕΙ, κ.ά.)

και έχει οδηγήσει στην απουσία συναίνεσης των Πανεπιστημίων στην προσπάθεια

αναβάθμισης των ΤΕΙ, θα αποτελέσει σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα στην

υλοποίηση του νόμου (π.χ. διαδικασίες αξιολόγησης διδακτικού προσωπικού κ.ά.).

Ανεξάρτητα από την έκβαση ενδεχόμενων προσφυγών κατά της συνταγματικότητας των

Προεδρικών Διαταγμάτων που θα επακολουθήσουν για την υλοποίηση του νόμου,

είναι σίγουρο ότι το έλλειμμα συναίνεσης και θεσμικού διαύλου επικοινωνίας και

ουσιαστικής συνεργασίας Πανεπιστημίων και ΤΕΙ θα σφραγίσει αρνητικά την

πραγμάτωση ακόμη και αυτής της φορμαλιστικής «ανωτατοποίησης».

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.