Η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, που διανύει τώρα την τελευταία φάση

της στην Ολομέλεια της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, έχει προκαλέσει ορισμένες

αντιδράσεις και πέραν των πολιτικών αντιθέσεων που είναι φυσικό και αναγκαίο

να αναπτύσσονται στο πεδίο μιας τόσο σημαντικής και εκτεταμένης θεσμικής

μεταβολής.

Οι αντιδράσεις βέβαια αυτές είναι συνήθως αποσπασματικές. Αναφέρονται

επιλεκτικά σε κάποιο από τα πολλά κεφάλαια της αναθεωρητικής ύλης, χωρίς να

θέλουν ή να μπορούν να αξιολογήσουν συνολικά ένα τόσο σύνθετο εγχείρημα όπως η

αναθεώρηση του Συντάγματος. Υπάρχουν παρ’ όλα αυτά και ορισμένες συνολικές

αξιολογήσεις της αναθεωρητικής διαδικασίας που εμφανίζονται με επιστημονικό

ένδυμα παρ’ ότι είναι βαθύτατα πολιτικές. Οι αναθεωρητικές επιλογές βασίζονται

σε μια πολιτική και όχι σε μια δήθεν ουδέτερη θεώρηση των πραγμάτων.

Παραδόξως αυτό το τόσο απλό δεδομένο αποσιωπάται ή συγκαλύπτεται παρ’ ότι

είναι προφανές ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος συγκροτείται από μια δέσμη

κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων και είναι ένα ιστορικό, δηλαδή ένα πολιτικό και

όχι ένα εργαστηριακό προϊόν. Η αναθεώρηση δεν είναι μια θεωρητική άσκηση

επιστημονικής ακρίβειας ή νομοτεχνικής σαφήνειας και ευρηματικότητας, αλλά

αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης διαδικασίας και μιας επίπονης συλλογικής διεργασίας

που κατατείνει στη διαμόρφωση των αναγκαίων κοινοβουλευτικών συσχετισμών,

χωρίς τους οποίους δεν μπορεί άλλωστε να γίνει τίποτα.

Η παραγνώριση αυτών των απλών δεδομένων οδηγεί σε θλιβερά απλοϊκές θεσμικές

δημαγωγίες που αντιμετωπίζουν απαξιωτικά οτιδήποτε δεν είναι σύμφωνο με τις

προσωπικές πολιτικές απόψεις ορισμένων, που νομίζουν ότι η εποχή μας

προσφέρεται για τη διατύπωση επιχειρημάτων κύρους. Δηλαδή επιχειρημάτων που

βασίζονται στην ιδιότητα αυτού που τα εκφέρει και όχι στη συστηματικότητα, τη

συνοχή, την επάρκεια και την αντοχή τους στον αντίλογο.

Αυτή η δημαγωγική προσέγγιση τείνει να ευτελίσει τα πιο ουσιώδη χαρακτηριστικά

που κατά το Σύνταγμα οφείλει να έχει κάθε αναθεωρητική διαδικασία.

Οι αντίπαλοι της συναίνεσης!

Το πρώτο χαρακτηριστικό κάθε αναθεώρησης είναι ο συναινετικός της χαρακτήρας.

Η υποχρέωση της αναθεωρητικής συναίνεσης απορρέει από τους ίδιους τους κανόνες

που διέπουν την αναθεωρητική διαδικασία. Από το απλό δηλαδή γεγονός πως

απαιτούνται, κατά το άρθρο 110, αυξημένες πλειοψηφίες. Ακόμη και τώρα που για

την αναθεώρηση των περισσότερων διατάξεων αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία την οποία

και διαθέτει το ΠΑΣΟΚ, η αναζήτηση της συναίνεσης ­ έστω και αν αυτή τελικά

δεν επιτευχθεί παντού ­ είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διασφάλιση της

ευρύτερης δυνατής πολιτικής νομιμοποίησης του Συντάγματος. Αυτό που δυστυχώς

δεν επιτεύχθηκε ούτε το 1975 ούτε το 1986, σε πολλά σημεία επιτυγχάνεται το

2001, έστω μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, λαμβανομένων υπόψη ­ όπου αυτό

είναι εφικτό ­ και των θέσεων των μικρότερων κομμάτων.

Ο συλλογικός χαρακτήρας της αναθεώρησης

Ο συναινετικός χαρακτήρας της αναθεώρησης σε συνδυασμό με την ενεργό και

ουσιαστική συμμετοχή όλων των κομμάτων, αλλά και όλων των βουλευτών ατομικά,

στην αναθεωρητική διαδικασία, μέχρι την τελική φάση της νομοτεχνικής

κατάστρωσης των διατάξεων στην Ολομέλεια της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής,

επιβάλλει μία «ανοιχτή» και ­ όπου αυτό είναι δυνατό ­ «γενναιόδωρη» και

συγκεφαλαιωτική στάση από την πλευρά της πλειοψηφίας, η οποία τυπικά μπορεί να

αποφασίσει μόνη της και να μείνει αμετακίνητη στις θέσεις της.

Μόνο όταν διατηρείται ανοιχτή η δυνατότητα διαμόρφωσης των διατάξεων μέσα από

την κοινοβουλευτική συζήτηση μέχρι και την τελευταία στιγμή, μπορεί να

διασφαλιστεί ο συναινετικός αλλά και ο κοινοβουλευτικά συλλογικός χαρακτήρας

της όλης διαδικασίας. Μια αγκυλωμένη, άκαμπτη και «πειθαρχημένη» πλειοψηφία

μπορεί να επιβάλει ήδη από τη φάση του αρχικού σχεδίου των διατάξεων τις

απόψεις της ­ ιδίως αν πιστεύει ότι αυτές είναι πολιτικά και επιστημονικά

«ορθές». Κάτι τέτοιο όμως θα κατέστρεφε τον συναινετικό και συλλογικό, δηλαδή

δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό, χαρακτήρα της αναθεώρησης.

Πώς διαμορφώνονται οι διατάξεις

Αναρωτιέμαι αν είναι τόσο δύσκολο να γίνει αντιληπτό αυτό από όσους σπεύδουν

χωρίς θεσμική και ιστορική επίγνωση να διατυπώσουν σχόλια και κριτικές για το

γεγονός ότι διαμορφώνονται νέες προτάσεις και νέες νομοτεχνικές καταστρώσεις

προκειμένου να επιτυγχάνεται η ευρύτερη δυνατή αποδοχή των ρυθμίσεων, χωρίς

μάλιστα να αλλάζει κάτι κρίσιμο επί της ουσίας. Δεν αντιλαμβάνονται ότι λάθος

θα ήταν να επιμένει κάποιος πεισματικά στις αρχικές διατυπώσεις που έχει

προτείνει για λόγους νομοτεχνικής αυταρέσκειας ή από διανοητική νωχέλεια, ενώ

μπορεί με μία νέα παραλλαγή να συσπειρώσει μια ευρύτερη πλειοψηφία.

Θα άξιζε μάλιστα τον κόπο όσοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη διαδικασία

αυτή, να σκεφτούν τουλάχιστον πόσο έντονη κοινοβουλευτική κριτική μπορούν να

υποστούν «θεωρητικά» και «δημοσιογραφικά» σχεδιάσματα για τη διατύπωση

συνταγματικών διατάξεων που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας.

Ευτυχώς στο σημείο αυτό η επιστημονική κοινότητα δείχνει να έχει οξύ ένστικτο

αυτοπροστασίας και γι’ αυτό έχει σε πολύ περιορισμένο βαθμό διατυπώσει τέτοιες

προτάσεις, που δύσκολα μάλιστα αντέχουν στην κοινοβουλευτική κονίστρα.

Η «ερμηνευτική απρονοησία»

Μια ιδιαίτερη και κρίσιμη όψη της θεσμικής δημαγωγίας στην οποία ήδη

αναφέρθηκα είναι το φαινόμενο της «ερμηνευτικής απρονοησίας». Κάποιοι ­

ευτυχώς λίγοι ­ επιμένουν σε κινδυνολογικού χαρακτήρα ερμηνευτικές

προσεγγίσεις ακόμη και μετά την τελική διατύπωση των υπό αναθεώρηση διατάξεων.

Αυτό γίνεται παρ’ ότι είναι βέβαιο ότι αν οι διατάξεις αυτές ψηφιστούν και

ισχύσουν, τότε όλοι θα επιδιώκουν να προτείνουν ερμηνευτικές προσεγγίσεις οι

οποίες θα προσδίδουν στις διατάξεις αυτές το θετικότερο δυνατό κανονιστικό

περιεχόμενο. Θετικότερο δυνατό κανονιστικό περιεχόμενο με κριτήριο τις

οργανωτικές βάσεις και τις γενικές αρχές του πολιτεύματός μας καθώς και τις

γενικές αρχές που διέπουν την αναθεώρηση (αρχή της συναίνεσης, αρχή της

ασφάλειας του ατόμου, αρχή της συμμετοχής του πολίτη, αρχή της διαφάνειας).

Τα διδάγματα της ιστορίας

Η ιστορία άλλωστε διδάσκει ή πρέπει να διδάσκει από την άποψη αυτή. Το

Σύνταγμα του 1975 είχε κατακριθεί εντονότατα ως αυταρχικό, εκ των υστέρων όμως

συγκεντρώνει πολλούς επαίνους ιδίως ως προς τις διατάξεις του για τα ατομικά

και κοινωνικά δικαιώματα, τη διεύρυνση της προστασίας των οποίων επιδιώκει η

παρούσα αναθεώρηση. Η αναθεώρηση του 1986 είχε κατακριθεί εντονότατα ως

υπονομευτική του κύρους και του ρόλου του αρχηγού του κράτους, αλλά τώρα

κανείς δεν προτείνει επαναφορά των αρχικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της

Δημοκρατίας. Και το 1975 και το 1986 η αντιπολίτευση αποχώρησε από την

ψηφοφορία.

Ευτυχώς τώρα το φαινόμενο αυτό δεν επαναλαμβάνεται κοινοβουλευτικά και

πολιτικά. Εντοπίζεται σε ορισμένες επιστημονικές απόψεις, κοινό και μονότονο

μοτίβο των οποίων είναι το παράπονο πως κάποιοι εκτός Βουλής δεν μπόρεσαν να

συμβάλουν όσο ήθελαν ή όσο νόμιζαν ότι μπορούσαν στην αναθεωρητική διεργασία.

Το πολίτευμα έχει όμως τους κανόνες του και τις διαδικασίες του που συγκροτούν

εν πολλοίς την ουσία του. Η αρμοδιότητα συμμετοχής στην αναθεωρητική

διαδικασία δεν είναι επιστημονική αλλά πολιτική. Ο επιστημονικός διάλογος

είναι πάντοτε ανοικτός. Και στην προκειμένη περίπτωση από την έναρξη των

συζητήσεων στην Επιτροπή Αναθεώρησης μέχρι σήμερα ο διάλογος αυτός υπήρξε

πλούσιος και έντονος με παρόντες σχεδόν πάντοτε τους εισηγητές των κομμάτων.

Ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχαν δοθεί τόσες πολλές ευκαιρίες δημόσιας συζήτησης

μεταξύ επιστημόνων, κοινωνικών φορέων και εκπροσώπων των κομμάτων για όλη την

ύλη της αναθεώρησης.

Το κακό είναι πως αυτή η στείρα «κριτική» προσέγγιση έχει σε σημαντικό βαθμό

παρεμποδίσει τη διάχυση της πληροφόρησης για τις καινοτομίες της αναθεώρησης.

Για την πρακτική σημασία πολλών επιμέρους ρυθμίσεων που αφορούν είτε το σύνολο

των πολιτών είτε πολλές σημαντικές κοινωνικές ομάδες όπως οι δημόσιοι

υπάλληλοι ή τα άτομα με αναπηρίες.

Είναι για τον λόγο αυτό πρωταρχικής σημασίας η υποχρέωση της Βουλής να

ενημερώσει σε βάθος την κοινή γνώμη για το περιεχόμενο της αναθεώρησης και για

τις τομές που επέρχονται μ’ αυτήν. Η πληροφόρηση αυτή είναι καθήκον όλων των

βουλευτών αλλά και ένα πολύ ενδιαφέρον και πρόσφορο πεδίο για την ανάδειξη του

ρόλου του βουλευτή.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι υπουργός Πολιτισμού, βουλευτής Θεσσαλονίκης,

γενικός εισηγητής της αναθεώρησης του Συντάγματος, καθηγητής Συνταγματικού

Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.