Η ιστορία ενός λαού με τις λαμπρές και μελανές της στιγμές πρέπει να παραμένει

ζωντανή στη συλλογική μνήμη. Η αναγνώριση των λαθών του παρελθόντος μάς

παρέχει τη δυνατότητα να προλάβουμε οδυνηρές καταστάσεις στο παρόν ή στο

μέλλον. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει την ανάγνωση της ιστορίας δίχως τους

παραμορφωτικούς φακούς της σκοπιμότητας ανάλογα με τη συγκυρία. Δυστυχώς η

χρησιμοθηρική προσέγγιση της ιστορίας χαρακτηρίζει συχνά τη νεοελληνική

πραγματικότητα. Τη φορά αυτή όμως, που η Βουλή των Ελλήνων αναλαμβάνει τον

ρόλο του ιστορικού, τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά αλλά και πιο

χοντροκομμένα.

Ομολογώ εξ αρχής, αναλαμβάνοντας και το προσωπικό μου μερίδιο ευθύνης, πως τη

συγκεκριμένη πρόταση νόμου που τρεις βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, γνωστοί για την

«εργολαβική» σχέση τους με την «πατριωτική» θεώρηση της ιστορίας, κατέθεσαν το

1998 δεν τη θυμάμαι. Εν πάση όμως περιπτώσει η Βουλή αποδέχεται την πρόταση

νόμου για καθιέρωση ημέρας μνήμης της Μικρασιατικής Καταστροφής ως ημέρα

μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Δεν είναι βεβαίως η πρώτη

φορά που η εθνική αντιπροσωπεία υποκύπτει σε λαϊκιστικές, απλουστευτικές

προσεγγίσεις ζητημάτων «εθνικού ενδιαφέροντος». Ας θυμηθούμε την άρνηση

ουσιαστικής αντιμετώπισης της ονομασίας της «χώρας δίχως όνομα» ή τη μνημειώδη

πρόσκληση της διακομματικής πλειοψηφίας προς τον… «Κούρδο Κολοκοτρώνη» να

επισκεφθεί τη Βουλή των Ελλήνων. Κανείς όμως δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει

το γιατί επί ογδόντα ολόκληρα χρόνια στην εθνική μας συνείδηση οι μαύρες

εκείνες σελίδες καταγράφηκαν ως Μικρασιατική Καταστροφή και όχι ως γενοκτονία.

Καταστροφή που ως αιτία είχε τη «Μεγάλη Ιδέα» ή έστω την αφροσύνη της

προέλασης του ελληνικού στρατού στα ενδότερα με στόχο την Άγκυρα. Η ελληνική

επιθετικότητα βασιζόμενη στο θυμικό, αυτονομημένη από τη λογική, οδήγησε, στο

όνομα του πατριωτισμού και των δικαίων της φυλής, στην πλήρη καταστροφή. Ο

ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-22 οδήγησε μέσα από εκατέρωθεν αγριότητες και

παραβιάσεις στην καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, στη θυσία σχεδόν

μισού εκατομμυρίου ανθρώπων και στον ξεριζωμό από τις κοιτίδες τους περίπου

1.200.000 ανθρώπων. Επιλέγουμε να ξεχάσουμε την πολιτική συνέπεια της

καταστροφής με τη δίκη και την εκτέλεση των «έξι». Ξεχνάμε επίσης την αντίληψη

του αναμφισβήτητα πατριώτη Ελ. Βενιζέλου περί ελληνοτουρκικών σχέσεων και τον

τρόπο αντιμετώπισης της Άγκυρας. Παραβλέπουμε τις αγριότητες και τα δεινά που

επεφύλαξε ο ελληνικός στρατός στον τουρκικό πληθυσμό, αλλά και το γεγονός του

ξεριζωμού άνω του μισού εκατομμυρίου μουσουλμάνων από την Ελλάδα με την

υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών.

Πέραν των ιστορικών ακροβασιών, εκείνο που πρέπει να απαντηθεί πειστικά και

άμεσα είναι το ερώτημα του τι έχουμε να κερδίσουμε από αυτή την ιστορία. Το

δεύτερο ερώτημα που τίθεται είναι το γιατί τώρα, στη συγκυρία αυτή, το

περίφημο προεδρικό διάταγμα που ενεργοποιεί τα της «γενοκτονίας». Όταν είναι

γνωστό πως η οδός των προεδρικών διαταγμάτων είναι η οδός του… «στρίβειν διά

του αρραβώνος», μιας και όταν δεν αναφέρεται συγκεκριμένη χρονική προθεσμία το

θέμα μάλλον παραπέμπεται στις καλένδες. Η εμφάνιση του προεδρικού διατάγματος

λοιπόν είτε ως προϊόν αδικαιολόγητης αμέλειας μπορεί να χαρακτηρισθεί είτε ως

προσπάθεια ανατροπής τής σχετικά πρόσφατα υιοθετημένης πολιτικής

ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Αν όντως η αγάπη προς την πατρίδα και το

ενδιαφέρον για την ευημερία του λαού μας είναι το κίνητρό μας, ας δούμε

επιτέλους πως οι πολιτικές προσέγγισης και ειρήνης είναι μονόδρομος.

Στη σημερινή δεινή οικονομικά και πολιτικά θέση όπου βρίσκεται η Τουρκία, αντί

να ξαναγράφουμε αυθαίρετα την ιστορία, ικανοποιώντας τις ιδεοληψίες μας,

χρήσιμο θα ήταν να παίρναμε την πρωτοβουλία για μια σοβαρή συζήτηση με την

Τουρκία για πάγωμα των εξοπλισμών, που κοστίζουν μυθικά ποσά που κάθε άλλο

παρά περισσεύουν. Η πρόταση αυτή δεν είναι καινούργια, αλλά φαντάζει τόσο

απόμακρη… Αντί υστερογράφου. Η στάση μου στα θέματα αυτά δεν είναι αβρόχοις

ποσί. Και οι δύο γονείς της μητέρας μου ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η γιαγιά

που μας μεγάλωσε μπόρεσε, με την ακριβοδίκαιη κρίση της, να μας μεταφέρει,

χωρίς μισαλλοδοξία, τις συνθήκες της ζωής τους εκεί πριν από την καταστροφή,

την εξέλιξη της τραγωδίας του ξεριζωμού αλλά και τον Γολγοθά της επιβίωσης

στις αντίξοες συνθήκες μετά στη νέα πατρίδα.

Ο Σπύρος Δανέλλης είναι πρώην βουλευτής Ηρακλείου.