Το υπουργείο Παιδείας κατέθεσε αιφνιδιαστικά, και χωρίς να έχει προηγηθεί

διάλογος, τις προτάσεις του για την «Ανωτατοποίηση των ΤΕΙ». Το ερώτημα που

τίθεται είναι κατά πόσο αντιμετωπίζονται τα οξυμμένα προβλήματα και

αναβαθμίζεται ουσιαστικά η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται.

Ή αν πρόκειται για ένα ακόμη αποσπασματικό μέτρο, ελλείψει στρατηγικού

προγραμματισμού, το οποίο φιλοδοξεί με διοικητικά και νομοθετικά μέσα να

προωθήσει αδαπάνως μία τυπική «ανωτατοποίηση» που ουσιαστικά θα είναι

αποτυχημένη.

Ιστορικά, η ραγδαία ανάπτυξη της τριτοβάθμιας μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης

στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες χρονολογείται από τη δεκαετία του ’60. Η

διεύρυνση της ζήτησης για τριτοβάθμια εκπαίδευση, που ήταν ένα δημοκρατικό

αίτημα της εποχής, δεν απορροφήθηκε μόνο με το άνοιγμα των Πανεπιστημίων, αλλά

και από την μη πανεπιστημιακή τριτοβάθμια εκπαίδευση (π.χ. πρώην Polytechnics

στην Αγγλία, Fachhochschulen στη Γερμανία, ΤΕΙ στην Ελλάδα).

Σε αντιδιαστολή προς τα Πανεπιστήμια, αυτού του τύπου η εκπαίδευση είναι

περισσότερο προσανατολισμένη στις ανάγκες της οικονομίας και της παραγωγής, τα

προγράμματα σπουδών έχουν κατ’ εξοχήν εφαρμοσμένο χαρακτήρα (συνήθως σε

επιστήμες Μηχανικών και Διοίκησης Επιχειρήσεων), η διάρκεια σπουδών είναι

μικρότερη, οι προϋποθέσεις εισαγωγής είναι λιγότερο αυστηρές, ενώ κατά κανόνα

τα προσόντα του διδακτικού προσωπικού είναι χαμηλότερα. Έχει υπολογιστεί ότι

το κόστος ανά φοιτητή είναι περίπου το 1/3-1/4 του αντίστοιχου κόστους στα

Πανεπιστήμια. Έκτοτε βέβαια άλλαξαν πολλά. Με την παγκοσμιοποίηση της αγοράς

και την πίεση για απορρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης (Γενική Συμφωνία για το

Εμπόριο των Υπηρεσιών GATS), διακυβεύεται ο δημόσιος χαρακτήρας της

τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα ιδρύματα εγκαλούνται από διεθνείς Οργανισμούς

(ΟΟΣΑ, Διεθνής Τράπεζα), αλλά και από την πρόσφατη διακήρυξη της Μπολόνια, να

ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς και να λειτουργήσουν με κριτήρια

ιδιωτικοοικονομικά: ο ανταγωνισμός, η αποτελεσματικότητα και η αξιολόγηση

συνδυάζονται με την επιχειρηματικότητα και την αναζήτηση νέων πηγών

χρηματοδότησης, αφού βασικός στόχος είναι η σταθερή μείωση της δημόσιας

χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (γι’ αυτό και μεσοπρόθεσμα

επιδιώκεται η εθελουσία μείωση του χρόνου βασικών σπουδών σε 3 χρόνια).

Στο νέο αυτό διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον τα συσσωρευμένα προβλήματα της

τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ουσιαστικής

ακαδημαϊκής αναβάθμισης. Η χαμηλή δημόσια χρηματοδότηση, οι πάγιες ελλείψεις

διδακτικού και διοικητικού προσωπικού, οι ελλείψεις σε υποδομές και στη

διάδοση νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, δεν μπορούν να καλυφθούν μόνο από

τους κοινοτικούς πόρους (Α’ και Β’ ΕΠΕΑΕΚ). Στα προβλήματα που έχουν

δημιουργηθεί οφείλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα το πρόβλημα της έλλειψης

ορθολογικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα να έχουν τριπλασιαστεί τα

Τμήματα των ΑΕΙ και ΤΕΙ μέσα στη δεκαετία του ’90 και να διαπιστώνουμε πρόωρες

εξειδικεύσεις πτυχίων, επικαλύψεις και κενά γνωστικών αντικειμένων. Το

έλλειμμα μιας σφαιρικής γνώσης και αντικειμενικής αξιολόγησης των γνωστικών

πεδίων που θεραπεύουν σήμερα τα ΤΕΙ και τα ΑΕΙ είναι πλέον εμφανές. Το σχέδιο

νόμου που άκριτα εντάσσει τα ΤΕΙ στην Ανώτατη Εκπαίδευση, χωρίς να εξασφαλίζει

τις ουσιαστικές προϋποθέσεις (ακαδημαϊκές, οικονομικές), δεν επιλύει κανένα

από τα πραγματικά προβλήματα και διαιωνίζει προβληματικές καταστάσεις. Το

πρόβλημα δεν είναι η επέκταση του χρόνου σπουδών στα τέσσερα χρόνια, ούτε τα

επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ με τα

θεσμικά τους όργανα οφείλουν να έλθουν σε απευθείας διάλογο (ανεξάρτητα από το

ΥΠΕΠΘ) και να αναζητήσουν διεξόδους στα κοινά προβλήματα με στόχο την

αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θέτοντας κατά προτεραιότητα στη

συζήτηση τα εξής θέματα:

1. Συστηματική ανάλυση και αντικειμενική αξιολόγηση των γνωστικών

αντικειμένων που θεραπεύουν τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, εντοπισμός επικαλύψεων και

συμπληρωματικότητας στα περιεχόμενα σπουδών, εντοπισμός προβλημάτων και κάλυψη

αναγκών προσωπικού και υποδομών.

2. Εξέταση της δυνατότητας μετεξέλιξης των ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια ή ένταξή

τους σε υπάρχοντα ΑΕΙ, στο πλαίσιο ενός εθνικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού.

3. Θέσπιση ενιαίων κριτηρίων αξιολόγησης του διδακτικού προσωπικού όλων

των Ιδρυμάτων.

Όλα τα ανωτέρω προϋποθέτουν σημαντική αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για

την παιδεία (από 3,2% σε 6%), προσθετικότητα των κοινοτικών πόρων και όχι

υποκατάσταση των εθνικών πόρων, όπως γίνεται σήμερα, και διπλασιασμό των

θέσεων διδακτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων.

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.