Νόμιζα ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν πρόκειται να συμβούν ποτέ σε εμένα, παρά μόνο στους άλλους. Έτσι… κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου. Και μάλιστα με τα παράθυρα ανοιχτά…

Τώρα το πήρα το μάθημα και διπλοκλειδώνω και παράθυρα, και πόρτες. Εκείνο το τετ-α-τετ δεν θα το ξεχάσω ποτέ
Πάνε 15 χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι που η ζέστη ήταν αφόρητη και αιρ κοντίσιον δεν υπήρχε. Μόνη ελπίδα ένας μικρός ανεμιστήρας και κάποια υποψία από νυχτερινό αεράκι. Εξ ου και οι ανοιχτές μπαλκονόπορτες. Περίπου πέντε τα ξημερώματα πρέπει να ήταν, όταν κάτι απροσδιόριστο με ξύπνησε. Η απόλυτη σιωπή με έκανε απλώς να αλλάξω πλευρό. Αφέλεια, όπως αποδείχθηκε, γιατί σε δευτερόλεπτα άνοιξα και πάλι τα μάτια μου. Κάτι συνέχιζε να με ενοχλεί…

Ψιθύρισα το όνομα του αδελφού μου, απευθυνόμενη στη σκιά που εμφανώς πια έβλεπα μέσα στο δωμάτιο, για να πάρω και πάλι την ίδια απάντηση: σιωπή. Η σκιά όμως ήταν εκεί. Και δεν ήταν ο αδελφός μου! Τότε;

Ψυχραιμία! Η λογική πρυτάνευσε σε χρόνο-ρεκόρ. Επιτέλους «ξύπνησα».

«Θέλεις χρήματα;».

«Πού είναι;».

Καμιά αμφιβολία. Μέσα στο δωμάτιο ήταν κάποιος άγνωστος. Η φωνή του έδειχνε ότι ήταν νεαρός. Είχε καθαρή, σταθερή άρθρωση. Έλληνας.

«Στην τσάντα μου».

«Πού;».

Δίπλα μου ήταν. Και, αφού έπρεπε να παίξω το «παιχνίδι», θα το έπαιζα χωρίς να διακινδυνεύσω να πάθω τα χειρότερα. Την άρπαξα και έπιασα να αναζητώ το πορτοφόλι. Μόνο που δεν το έβρισκα, μέσα σε ένα σωρό από- άχρηστα(;)

– πράγματα που κουβαλούσα.

Σαν συναλλαγή. Εγώ έψαχνα, και αυτός- τώρα μου φαίνεται αστείο- περίμενε.

Σαν να κάναμε απλώς μια συναλλαγή, τίποτε ιδιαίτερο. Κανείς από τους δυο μας δεν φοβόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αυτό ήταν σίγουρο.

Το αντικείμενο του πόθου όμως δεν ήταν εύκολο να βρεθεί μέσα στο σκοτάδι.

Ιδέα! Θα ανάψω το πορτατίφ δίπλα μου. Κακή ιδέα.

Γιατί ο νυχτερινός εισβολέας ξαφνικά θύμωσε. Ο χρόνος μου είχε τελειώσει. Με μια γρήγορη κίνηση με ακινητοποίησε στο κρεβάτι και μου σκέπασε το πρόσωπο με το σεντόνι. Υποθέτω πως θα θεώρησε ότι μάλλον θέλω να δω το πρόσωπό του, πράγμα επικίνδυνο για το «επάγγελμά» του.

«Κρατάω μαχαίρι μ… ή καρ…λα», είπε συνεχίζοντας να με κρατάει ακινητοποιημένη. Νομίζω πως η υπομονή του εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξανεμίστηκε. Αρπάζει ολόκληρη την τσάντα, με απεγκλωβίζει. Δίνει μια… και χάνεται!

Έγινε καπνός. Εκείνη τη στιγμή πιο πολύ μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που εξαφανίστηκε. Χρειάστηκαν δευτερόλεπτα, αφού είχα απεγκλωβιστεί, μέχρι να πάω στην μπαλκονόπορτα. Λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Και, πάντα, αθόρυβα. Ένιωσα ανακουφισμένη. Και- κατόπιν εορτής- εντελώς πια τρομοκρατημένη! Όταν τελείωσε, μόνο τότε, κατάλαβα τι μου είχε συμβεί. Και ξέσπασα σε υστερικά κλάματα. Έκλαιγα ακόμη, όταν ήρθε η Αστυνομία. Ο συμπαθής αστυφύλακας δεν είχε, φυσικά, τίποτε να μου πει παρά μόνο ότι θα ερχόταν η Σήμανση την επομένη. Μου έδωσε και ένα τσιγάρο, μήπως και ηρεμήσω, αφού το πακέτο ήταν μέσα στην τσάντα που μου άρπαξε ο ληστής.

(σ.σ.: Αστεία παρένθεση στη μικρή μου «τραγωδία» ήταν η χαρακτηριστική φιγούρα της κυρα-Βασιλικής- της γιαγιάς μουπου κατά τη διάρκεια του… συμβάντος κοιμόταν και- ευτυχώς- δεν κατάλαβε τίποτε. Όταν αναγκαστικά ξύπνησε, άρχισε να πηγαινοέρχεται πανικόβλητη μέσα στο σπίτι λέγοντας «πωπώ τι έπαθε το παιδί!» και σπρώχνοντας σε κάθε πέρασμά της τον άμοιρο

Ο νυχτερινός εισβολέας ξαφνικά θύμωσε. Ο χρόνος μου είχε τελειώσει. Με ακινητοποίησε και μου σκέπασε το πρόσωπο με το σεντόνι

τον αστυνομικό, που κάθε λίγο του φώναζε: «Τι πράγματα είναι αυτά; Αφήνετε απροστάτευτο τον κοσμάκη;». Και τέλος σταματούσε μπροστά μου να διαμαρτυρηθεί: «Γιατί δεν με ξύπνησες, παιδάκι μου; Θα σ΄ τον κανόνιζα εγώ!». Ικανή την είχα…)

Θρίλερ διαρκείας. Τα αποτυπώματα που πήρε η Σήμανση, το πρωί, δεν έριξαν φως στη νυχτερινή εισβολή. Μόνο απίστευτη ακαταστασία και ένα σπίτι μουτζουρωμένο από το ειδικό υλικό που χρησιμοποιεί η Αστυνομία, έμεινε πίσω να θυμίζει την περιπέτεια. Ποιος θα ασχολιόταν με μια κλεμμένη τσάντα; Έστω κι αν για εμένα η υπόθεσή της είχε εξελιχθεί σε θρίλερ.

Μερικές μέρες μετά έβαλα συναγερμό, αλλά και αιρ κοντίσιον φυσικά, αφού ποτέ-πια-δεν-έπρεπε να αφήσω τα παράθυρα ανοιχτά.

Άρχισα να ακούω με περισσό ενδιαφέρον τις ειδήσεις στην τηλεόραση, όταν αναφέρονταν σε τέτοιου είδους περιστατικά και φυσικά ούτε μου περνούσε πια από το μυαλό να μείνω λεπτό μέσα στο σπίτι, ακόμη και αν ήταν μέρα μεσημέρι, χωρίς να έχω κλειδωμένη την εξώπορτα. Και τα κλειδιά στο πλάι, εννοείται.

Αυτή η περιπέτεια δεν μου κόστισε και πολλά πράγματα: μια χαμένη τσάντα, κάποια χρήματα που δεν ήταν και κανένα υπέρογκο ποσό, τις πιστωτικές κάρτες που ακύρωσα σχεδόν αμέσως, μια ταυτότητα που ξαναέβγαλα, τα γυαλιά ηλίου, καλλυντικά, και μερικές αγαπημένες φωτογραφίες. Είναι σίγουρο, πως άλλοι έχουν «πληρώσει» τέτοια περιστατικά, πολύ ακριβότερα. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Κάποιοι, όταν τους διηγούμαι το περιστατικό, με λένε θαρραλέα. Όμως δεν έχουν δίκιο αφού, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ακόμη και όλο το σπίτι να μου ζητούσε να σηκώσει, πάλι «ναι» θα του έλεγα. Ίσως στάθηκα τυχερή επειδή συνεργάστηκα μαζί του ή ίσως γιατί οι στόχοι του να ήταν απλώς μερικά δεκαχίλιαρα (τότε).

Γιατί, όλα τα μέτρα ασφαλείας που παίρνω είναι για να μη μου ξανασυμβεί το ίδιο ενώ είμαι εκεί. Μάλιστα, μου έμεινε η «συνήθεια» κάποιες φορές να ξυπνώ ανήσυχη και – χωρίς φανερό λόγο, μέσα στη νύχτα- να αφουγκράζομαι το σκοτάδι για ύποπτους θορύβους. Και, αφού ησυχάσω, να… χτυπάω και το ξύλο του κομοδίνου για καλό και για κακό, λες και πρόκειται για κάτι υπερφυσικό που θέλω να το ξορκίσω.

Η εισβολή κάποιου αγνώστου στο σπίτι, και μάλιστα μέσα στη βαθιά νύχτα, μέσα στον ύπνο, πώς να το κάνουμε, είναι πολύ άγριο πράγμα…

Μερικές μέρες μετά έβαλα συναγερμό. Και ούτε μου περνούσε πια από το μυαλό να μείνω λεπτό μέσα στο σπίτι χωρίς να έχω κλειδωμένη την εξώπορτα