Μειώθηκαν αλλά εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα τα κόκκινα δάνεια στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών, σύμφωνα με χθεσινά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Κομισιόν ετοιμάζεται να περάσει μέτρα με τα οποία θα υποχρεώνει τις τράπεζες να κάνουν πιο αυστηρές προβλέψεις ώστε να αντιμετωπίζουν τυχόν αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Για την Ελλάδα η σχετική έκθεση αναφέρει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε από 47,2% τον Ιούνιο του 2016 σε 46,9% τον Ιούνιο του 2017. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ιδιωτικού τομέα παρουσίασαν μικρή αύξηση από 50,5% τον Ιούνιο του 2016 σε 50,6% τον Ιούνιο του 2017.

Η ΕΛΛΑΔΑ. Ο αριθμός των κόκκινων δανείων είναι ανισομερώς κατανεμημένος στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να έχει σχεδόν τα μισά από αυτά. Αντίθετα, στη Γερμανία και την Ολλανδία το ποσό αυτό είναι μικρότερο από 3%. Συνολικά τα κόκκινα δάνεια εκτιμάται ότι ανέρχονται και στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης στα 950 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το 5,4% των συνολικών δανείων που έχουν χορηγηθεί στην ευρωζώνη. Η Κομισιόν τώρα σχεδιάζει να περάσει νέα νομοθεσία που θα κάνει πιο εύκολη την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Ανάμεσα σε άλλα σχεδιάζεται να ενισχυθεί η δευτερογενής αγορά για τέτοια δάνεια.

Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις, που είναι αρμόδιος για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες και την Ενωση Κεφαλαιαγορών, η μείωση του επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει ουσιαστική σημασία για τον μετριασμό των κινδύνων στον τραπεζικό τομέα και για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Προσέθεσε επίσης ότι όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές οφείλουν να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες για την περαιτέρω μείωση του επιπέδου των κόκκινων δανείων.

Κατά τα στοιχεία που επικαλείται η Κομισιόν, η μείωση των κινδύνων στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι εμφανής και συμβάλλει στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, η οποία αναμένεται να επιτευχθεί με παράλληλα μέτρα μείωσης και επιμερισμού των κινδύνων.