Μπορεί αρκετές από τις μεγάλες επιχειρήσεις στο λιανεμπόριο τροφίμων να έχουν απορροφήσει μέρος των επιβαρύνσεων που έφεραν οι αυξήσεις από τον ΦΠΑ και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης και σε σχέση με το 2012 οι τιμές στα ράφια των σουπερμάρκετ να εμφανίζονται μειωμένες κατά 1,5%, ωστόσο αν δεν είχαν γίνει οι αυξήσεις αυτές στη φορολογία, οι τιμές των προϊόντων θα μπορούσαν να είναι ακόμα και 4% χαμηλότερες.

Αυτό προκύπτει από στοιχεία που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών. Μάλιστα, όπως αναφέρει, στο διάστημα από Ιούλιο του 2015 για ένα σημαντικό ποσοστό των τροφίμων αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ από το 13% στο 23% και εκ νέου τον Ιούνιο του 2016 από το 23% στο 24%, αύξηση που μεσοσταθμικά αντιστοιχεί σε επιβάρυνση της τάξης του 3%-3,5%, ενώ από τον Ιανουάριο του 2017 σημαντικές κατηγορίες προϊόντων επιβαρύνθηκαν με Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, όπως για παράδειγμα τα προϊόντα καφέ.
Παρά τον έντονο ανταγωνισμό ανάμεσα στις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ και την έντονη πολιτική προσφορών που ακολουθούν, η επίδραση της οποίας στο σύνολο των τιμών των προϊόντων ανέρχεται σε 7,2% προς όφελος των καταναλωτών, σε ορισμένες κατηγορίες οι τιμές παραμένουν ακόμα σε υψηλά επίπεδα ή αυξήθηκαν σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι τιμές των προϊόντων καφέ, καθώς η αύξηση που έχει σημειωθεί και επιβαρύνει τις τιμές τους τον τελευταίο χρόνο ξεπερνά ακόμα και το 20%. Αυξήσεις, αλλά μικρότερες, έχουν φέρει οι ειδικοί φόροι και στα κρασιά και τις μπίρες.

Οι μεγάλες αλυσίδες ακολουθούν έναν σκληρό πόλεμο προσφορών στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, εξανεμίζοντας ακόμα και τα κέρδη τους για να κρατήσουν τους καταναλωτές, οι οποίοι περιορίζουν συνεχώς τις αγορές τους. Ομως ακόμα και αυτό δεν μπορούν να το κάνουν για όλα τα προϊόντα τους.

Μάλιστα, σύμφωνα με την έρευνα του ΙΕΛΚΑ, 35% των καταναλωτών δεν δηλώνουν ικανοποιημένοι από τις τιμές στα ράφια. Οσο για τα στελέχη των επιχειρήσεων, ενώ η συντριπτική πλειονότητα, 57%, δηλώνει ότι οι τιμές θα παραμείνουν σταθερές έως το τέλος του χρόνου, οι δύο στους δέκα αναμένουν και νέες αυξήσεις έως τον Δεκέμβριο.

ΠΟΛΛΕΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ. Και ενώ οι τιμές σε βασικά είδη για τα νοικοκυριά δεν έχουν μειωθεί όσο θα έπρεπε, παρά το μπαράζ των προσφορών από τα σουπερμάρκετ, έρευνα που δημοσιοποίησε χθες η Nielsen για το πρώτο τρίμηνο του 2017 δείχνει ότι ο δείκτης αισιοδοξίας των ελλήνων καταναλωτών παρέμεινε στα ίδια χαμηλά επίπεδα, μειωμένος μάλιστα κατά μία μονάδα.

Σύμφωνα με την έρευνα Consumer Confidence της Nielsen για το δεύτερο τρίμηνο του 2017, οι οκτώ στους δέκα Ελληνες προσπαθούν σε σταθερή βάση να περικόψουν τα έξοδα του νοικοκυριού τους, την ίδια στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 56%.

Μάλιστα, στις κύριες ενέργειες των Ελλήνων για περικοπή των εξόδων τους είναι οι ακόλουθες: οι επτά στους δέκα (68%) έχουν στραφεί στην αγορά φθηνότερων βασικών καταναλωτικών προϊόντων, το 66% έχει περικόψει τα έξοδα για διασκέδαση εκτός σπιτιού, ενώ οι έξι στους δέκα (63%) τα έξοδα για ρουχισμό.

Η ίδια έρευνα δείχνει ότι στην Ελλάδα το 85% των ερωτωμένων πιστεύουν ότι η χώρα θα συνεχίσει να βρίσκεται σε οικονομική ύφεση και την επόμενη χρονιά. Επιπλέον, το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο ανάμεσα στις 63 χώρες που συμμετέχουν στην έρευνα της Nielsen ανά τον κόσμο. Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση αναφορικά με την εργασιακή ανασφάλεια. Τέσσερις στους δέκα Ελληνες ανησυχούν για την εργασία τους, ενώ ακολουθούν οι ανησυχίες για την οικονομία (35%) και τα χρέη του νοικοκυριού (24%).

έρευνα επίσης της Nielsen σημειώνει τη μείωση κατά 1,1% σε αξία που παρουσίασε το πρώτο εξάμηνο του 2017 η αγορά του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή χρονική περίοδο, δείχνοντας τις περικοπές που κάνουν τα νοικοκυριά. Είναι ενδεικτικό ότι τα ταχυκινούμενα καταναλωτικά αγαθά στο σύνολό τους υποχώρησαν κατά 2,2% το πρώτο εξάμηνο του 2017, στον κλάδο των τροφίμων και ποτών σημαντικές απώλειες σε αξία παρουσίασαν οι κατηγορίες του γάλακτος (8,6%), του συσκευασμένου ψωμιού (5,3%), καθώς και του ουίσκι (6,8%), ενώ στον κλάδο των προϊόντων προσωπικής περιποίησης τα αποσμητικά και οι πάνες σημείωσαν πτώση 7,3% και 7,2% αντίστοιχα, κατά 8,9% μειώθηκαν οι πωλήσεις στις χλωρίνες και κατά 7,7% στο χαρτί κουζίνας.