H προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να αποκτήσει εκ νέου πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη, με τις αγορές πλέον να πιστεύουν ότι η Ελλάδα έχει μπει σε μια διαδικασία κατά το μάλλον ή ήττον εύρωστης δημοσιονομικής πειθαρχίας, που θα βοηθήσει τους δανειστές της να προχωρήσουν σε ελάφρυνση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο.

Αυτό επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων στο οποίο επιχειρείται μια πρόβλεψη των μακροπρόθεσμων εξελίξεων στην οικονομία, με την χαρακτηριστική επισήμανση ότι «Για 43 χρόνια (2017-2060), η χώρα είναι αναγκασμένη να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα για να εξυπηρετεί το χρέος που συσωρεύθηκε τα τελευταία 43 χρόνια από την Μεταπολίτευση και μετά (1974-2017)».

Αναφερόμενος δε σε πιθανές πολιτικές εξελίξεις ο ΣΕΒ αναφέρει ότι «η κυβέρνηση έχει κάθε δυνατό πολιτικό κίνητρο να τηρήσει πρώτα ευλαβικά τις προθεσμίες των αξιολογήσεων και αφού πρώτα βγάλει τη χώρα από το Μνημόνιο, τότε μόνο να ζητήσει και την επιβράβευση του εκλογικού σώματος» και προσθέτει: «Η πενταετία 2018-2022 όπου η Ελλάδα έχει δεσμευθεί για ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ, θα είναι μία περίοδος μεγάλων προκλήσεων για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, με δεδομένες και τις επιπτώσεις της πολιτικής αβεβαιότητας από δυνάμει συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις».

Σύμφωνα με την ανάλυση του ΣΕΒ η Ελλάδα εισέρχεται σε μια μακροχρόνια περίοδο πλεονασματικής δημοσιονομικής διαχείρισης που θα περιλαμβάνει ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ από το 2018 και μέχρι το 2022, και γύρω στις 2 π.μ. του ΑΕΠ από εκεί και πέρα.

«Αυτό απαιτεί την διαπραγμάτευση ενός δυναμικού (κυλιόμενου) μηχανισμού ελάφρυνσης του χρέους με μείωση επιτοκίων, μετάθεση πληρωμών τόκων στο μέλλον, επέκταση της διάρκειας και των περιόδων χάριτος των δανείων, κ.ο.κ. Μία τέτοια συμφωνία προϋποθέτει την εσαεί δέσμευση της ελληνικής πλευράς για την εφαρμογή μίας δημοσιονομικής πολιτικής προκαθορισμένου πρωτογενούς αποτελέσματος. Η πιθανότητα, όμως, να επιτευχθεί μία τέτοια συμφωνία για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (μέχρι το 2060) είναι μικρή. Δεν είναι δυνατόν να συμφωνηθεί μια ελάφρυνση του χρέους σήμερα, που παράγει διαρκή αποτελέσματα, χωρίς συγκεκριμένο quid pro quo (αντάλλαγμα) για την άλλη πλευρά. Δεν είναι, λοιπόν, δυσεξήγητη η απροθυμία του Eurogroup να συμφωνήσει σε μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, καθώς δεν είναι δυνατόν να διασφαλισθεί εκ των προτέρων η απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του χρέους κατά τα συμφωνηθέντα».

Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι ο μόνος τρόπος να επέλθει αμοιβαία επωφελής συμφωνία είναι να δεσμευθούν τα δύο μέρη ότι σε τακτά διαστήματα (π.χ. κάθε τριετία) θα συμφωνούνται διορθωτικές κινήσεις έτσι ώστε να μην συσσωρεύονται ανισορροπίες που να υπονομεύουν την βιωσιμότητα του χρέους, μέσα από ένα εξειδικευμένο σύστημα εποπτείας.