Ο Μάριο Ντράγκι δεν έχει πειστεί ακόμη ότι η πρόσφατη αύξηση στον πληθωρισμό της ευρωζώνης μπορεί να συνεχιστεί και για τον λόγο αυτό θέλει να δει τα επιτόκια δανεισμού σε ευρώ να παραμένουν σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Δήλωσε ξανά όμως έτοιμος να αυξήσει το μηνιαίο ποσό ή να επεκτείνει την περίοδο αγοράς κρατικών ομολόγων εάν οι προοπτικές της οικονομίας της ευρωζώνης επιδεινωθούν. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ζητάει από τους καταθέτες στη Γερμανία που επιθυμούν υψηλότερα επιτόκια να κάνουν κι άλλο υπομονή. Η στάση αυτή της ΕΚΤ έχει αρχίσει να προκαλεί όλο και μεγαλύτερες αντιδράσεις στη Γερμανία, οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως μέσω του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η κυβέρνηση στη Γερμανία θα αντιμετωπίσει «πολιτικά προβλήματα» για να εξηγήσει την πολιτική της ΕΚΤ στο κοινό, ανέφερε ο Σόιμπλε μετά την απόφαση της τράπεζας να διατηρήσει τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα – ρεκόρ. Προειδοποίησε επίσης ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική κάνει πολλές χώρες να αναβάλλουν τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες πρέπει να προωθήσουν στις οικονομίες τους.

Τα λόγια του Μάριο Ντράγκι μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε χθες είναι ενδεικτικά της δύσκολης ισορροπίας που προσπαθεί να επιτύχει με μεγάλο αντίπαλο τη Γερμανία. «Η ανάκαμψη ολόκληρης της ευρωζώνης είναι προς το συμφέρον όλων, περιλαμβανομένης και της Γερμανίας. Οι γερμανοί καταθέτες έχουν ωφεληθεί όχι μόνο ως καταθέτες, αλλά και ως δανειζόμενοι, ως επιχειρηματίες, ως εργαζόμενοι, όπως και οι υπόλοιποι πολίτες της ευρωζώνης. Επομένως πρέπει να είμαστε υπομονετικοί. Οταν η ανάκαμψη γίνει ισχυρή, τα επιτόκια θα ανέβουν» ήταν τα λόγια του.

Μετά τις δηλώσεις Ντράγκι το ευρώ σημείωσε υποχώρηση φτάνοντας τα 1,0607 δολάρια. Αυτό ερμηνεύεται ως εκτίμηση των αγορών ότι η κεντρική τράπεζα αναμένεται να διατηρήσει τη χαλαρή της νομισματική πολιτική για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από όσο περίμεναν μέχρι τώρα.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η πρόσφατη αύξηση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, στο 1,1% σύμφωνα με στοιχεία του Δεκεμβρίου, οφείλεται σε συγκυριακές συνθήκες όπως η αύξηση των τιμών του πετρελαίου και όχι σε αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.