Βαρυχειμωνιά στην αγορά του καφέ αλλά και στην καθημερινή συνήθεια εκατομμυρίων καταναλωτών απειλεί να φέρει ένας νέος φόρος ο οποίος κάνει πρεμιέρα την 1η Ιανουαρίου 2017.
Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης κατά την εισαγωγή του προϊόντος με ταρίφα 2 έως 4 ευρώ ανά κιλό, μεταφράζεται, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, σε ανατιμήσεις 10 λεπτών ανά σερβιριζόμενο καφέ σε καταστήματα εστίασης και κατά 25% στην τιμή λιανικής στο ράφι.
Τον περασμένο Μάιο η κυβέρνηση, προκειμένου να κλείσει τα δημοσιονομικά μέτρα της πρώτης αξιολόγησης, ψήφισε μεταξύ άλλων και την επιβολή του συγκεκριμένου φόρου ο οποίος κλιμακώνεται ανάλογα με την κατηγορία καφέ. Στον ωμό, μη καβουρδισμένο καφέ ο φόρος είναι δύο ευρώ ανά κιλό (πάντα κατά την εισαγωγή), στον καβουρδισμένο αυξάνεται σε τρία ευρώ και για τον στιγμιαίο καφέ καθώς και τα παρασκευάσματα από εκχυλίσματα, αποστάγματα ή συμπυκνώματα καφέ ο φόρος είναι τέσσερα ευρώ ανά κιλό.
Η ετήσια κατανάλωση καφέ στην Ελλάδα ξεπερνά τους 42.000 τόνους σε ετήσια βάση και σύμφωνα με πηγές της αγοράς η δημοσιονομική αποτελεσματικότητα του μέτρου είναι τουλάχιστον αμφίβολη. Τα προσδοκώμενα από το υπουργείο Οικονομικών έσοδα ανέρχονται σε 62 εκατ. ευρώ, αλλά η αγορά βλέπει ως πιθανότερο σενάριο την άνθηση του παράνομου εμπορίου και της φοροδιαφυγής.
Προκειμένου να ενισχύσουν αυτή τους την εκτίμηση, οι ίδιοι παράγοντες επισημαίνουν τα αποτελέσματα των αλλεπάλληλων αυξήσεων στην φορολογία των καπνικών προϊόντων σε συνάρτηση με τα δημόσια έσοδα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι στο διάστημα 2009-2015 οι φόροι στα καπνικά αυξήθηκαν κατά 58%, αλλά τα έσοδα από φόρους στον καπνό μειώθηκαν κατά 6,5%. Στο ίδιο διάστημα η φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο εκτοξεύθηκαν στα ύψη με τα διαφυγόντα έσοδα να φτάνουν πέρυσι τα 750 εκατ. ευρώ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ιδίως στον ωμό, μη καβουρδισμένο καφέ η επιβολή του φόρου των δύο ευρώ ανά κιλό εισαγόμενου προϊόντος συνεπάγεται διπλασιασμό του κόστους, με δραματικές –όπως τις χαρακτηρίζουν οι ίδιες πηγές –επιπτώσεις σε μια αγορά η οποία απασχολεί, από την παραγωγή έως την πώληση, περισσότερους από 200.000 εργαζομένους.