Αναλογιστείτε πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί τα πράγματα αν την άνοιξη του 2010, ταυτόχρονα με την ένταξη της Ελλάδας στον αστερισμό των Μνημονίων, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν είχε βάλει νερό στο κρασί των κανόνων του και δεν έλεγε «ναι» στη χρηματοδότηση της χώρας χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους της μέσω μιας γενναίας παράλληλης αναδιάρθρωσης.

Το ερώτημα αυτό φαίνεται να στοιχειώνει την έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Εκτιμήσεων, μιας εσωτερικής υπηρεσίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στην οποία καταγράφονται τα λάθη του Ταμείου στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης.

Το μάθημα που φέρεται να πήρε το Ταμείο από την εμπλοκή του στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης –και επισημαίνεται πολλές φορές σε διάφορες πτυχές της έκθεσης –είναι ότι δεν έπρεπε να συμβιβαστεί με τους Ευρωπαίους όταν διαπίστωσε ότι το δημόσιο χρέος δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί χωρίς γενναία αναδιάρθρωση. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η δημοσιοποίηση της έκθεσης στη δεδομένη χρονική συγκυρία ίσως δεν είναι καθόλου τυχαία και ενδεχομένως να προδιαγράφει ακόμα εντονότερα τη στάση που θα τηρήσει το Ταμείο τους επόμενους μήνες, όταν ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, με το ευρωπαϊκό σκέλος να παραμένει απρόθυμο για άμεσες και ριζικές λύσεις και τη διοίκηση του Ταμείου να πιέζει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ. «Η στρατηγική του προγράμματος ήταν επισφαλής. Απουσία μεγαλύτερης χρηματοδότησης από τους ευρωπαίους εταίρους ή εμπροσθοβαρούς αναδιάρθρωσης χρέους, η διόρθωση των μεγάλων ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας έμελλε να αποδειχθεί μια τιτάνια πρόκληση» αναφέρεται στην έκθεση.

Οι συντάκτες της συνεχίζουν: «Ο συνδυασμός ενός υπερβολικά μεγάλου χρέους, μιας υπερτιμημένης ισοτιμίας, ενός εύθραυστου κυβερνητικού σχήματος, μιας αδύναμης πολιτικής ιδιοκτησίας και ενός αδύναμου και κλειστού συνάμα επιχειρηματικού τομέα υποδείκνυε τις προκλήσεις της προσαρμογής. Προκειμένου να επανέλθει το δημόσιο χρέος σε βιώσιμο μονοπάτι, το πρόγραμμα εστιάστηκε σε μια ασυνήθιστα ισχυρή και εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή και υιοθέτησε μια σειρά υπεραισιόδοξων προβλέψεων σχετικά με τις προσδοκίες ανάκτησης της πρόσβασης στις αγορές, τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, τις επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης, το μέρισμα ανάπτυξης από τις διαρθρωτικές αλλαγές και τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων. Πιο ρεαλιστικές προβλέψεις θα είχαν οδηγήσει σε πιο δυσμενείς εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αλλά θα είχαν ενδεχομένως οδηγήσει σε μια πιο ανοιχτή και ουσιαστική συζήτηση των εναλλακτικών λύσεων και θα συνέβαλλαν στην αποφυγή της εκτίμησης ότι το ΔΝΤ ενέδωσε σε πολιτικές πιέσεις».

Η ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ. Με δεδομένη την έλλειψη της δυνατότητας υποτίμησης του νομίσματος, το πρόγραμμα είχε στόχο να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα μέσω περικοπών σε μισθούς και επιδόματα, όπως και μέσω διαρθρωτικών μέτρων. Η απότομη επακόλουθη ύφεση έθεσε σε αμφισβήτηση τους δημοσιονομικούς στόχους, αποδυνάμωσε την ανταπόκριση των ελληνικών Αρχών και συνέβαλε στη δημιουργία μιας πολιτικής αναταραχής η οποία διάβρωσε περισσότερο την ικανότητα εφαρμογής των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σημειώνεται στην έκθεση.

Εμμέσως πλην σαφώς, οι συντάκτες της έκθεσης αναδεικνύουν και τις ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης το 2010. Περιγράφοντας το σκηνικό εκείνης της εποχής αναφέρεται ότι «η Κομισιόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ορισμένες κυβερνήσεις της ευρωζώνης ήταν κάθετα αντίθετες στο ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους για οικονομικούς, τεχνικούς, νομικούς και πολιτικούς λόγους και οι ελληνικές Αρχές αποδέχθηκαν αυτή τη θέση προκειμένου να λάβουν ευρωπαϊκή βοήθεια». Θα μπορούσε να έχει πιέσει περισσότερο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο; Ενδεχομένως, αν και στην έκθεση δεν λείπουν οι αναφορές σύμφωνα με τις οποίες το Ταμείο βρέθηκε λίγο – πολύ προ τετελεσμένων γεγονότων. «Το ΔΝΤ κρατήθηκε στο περιθώριο στα τέλη του 2009 και τις αρχές του 2010, όταν συζητούνταν οι εναλλακτικές λύσεις για την Ελλάδα στους κόλπους της Ευρώπης. Οταν το ΔΝΤ προσκλήθηκε για να παράσχει τις γνώσεις του και χρηματοδότηση τον Μάρτιο του 2010, η εναλλακτική της αναδιάρθρωσης του χρέους στην έναρξη του προγράμματος ήταν εκτός συζήτησης. «Το τρένο είχε ήδη αναχωρήσει από τον σταθμό» σχολιάζει ένα πρώην ανώτατο στέλεχος του Ταμείου.