Μπορεί οι ελληνικές επιχειρήσεις να έχουν ανοίξει τις πόρτες των ξένων αγορών και να καταγράφουν αυξητική πορεία στις εξαγωγές, όμως εντός των ελληνικών συνόρων ο κλάδος της οινοπαραγωγής βρίσκεται σε συνεχή καθοδική πορεία.

Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση οδηγούν χρόνο με τον χρόνο σε μείωση τόσο των καλλιεργήσιμων εκτάσεων όσο και του παραγόμενου οίνου, ενώ και η κατά κεφαλήν κατανάλωση χάνει συνεχώς ποτήρια εξαιτίας και της συρρίκνωσης των εισοδημάτων των ελληνικών νοικοκυριών που έχουν περιορίσει σημαντικά την κατανάλωση κρασιού, τόσο εκτός σπιτιού αφού περιόρισαν τις εξόδους τους όσο και εντός.

Είναι ενδεικτικό ότι ο Ελληνας πίνει σε ετήσια βάση περίπου 31,1 λίτρα κρασί, όταν το 1995 η κατά κεφαλήν κατανάλωση έφθανε τα 41,4 λίτρα.

Η εξέλιξη αυτή έχει άμεση επίπτωση σε ολόκληρο τον κύκλο του κρασιού. Ενώ το 1990 ο ελληνικός αμπελώνας μετρούσε 817.435 στρέμματα, το 2015 εμφανίζεται σημαντικά μειωμένος στα 652.647 στρέμματα. Αντίθετα, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν και από 57,8 εκατ. ευρώ έφθασαν το 2015 στα 66,67 εκατ. ευρώ, με την αύξηση των εξαγωγών προς τρίτες χώρες να διαμορφώνεται στο 19,04%.

Για τις επιχειρήσεις του κλάδου και ειδικότερα για τα μικρά οινοποιεία η σωρεία προβλημάτων, όπως η έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, η διόγκωση του κόστους παραγωγής, η υπερφορολόγηση κάνουν τις συνθήκες ασφυκτικές ενώ η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε δραματικά, όπως λένε οι οινοπαραγωγοί, μετά και την επιβολή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο κρασί, ο οποίος όχι μόνο έφερε μείωση της κατανάλωσης αλλά είχε ως αποτέλεσμα και την αύξηση της παράνομης διακίνησης οίνου, ευνοώντας τη φοροδιαφυγή και προκαλώντας απορύθμιση της αγοράς.

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ. Την ίδια ώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά από την Ελλάδα να συμμορφωθεί με τους κανόνες της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών στον αμπελοοινικό τομέα και να σεβαστεί την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος και την επιχειρηματική ελευθερία.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι μεμονωμένοι αμπελοκαλλιεργητές της Σάμου είναι υποχρεωμένοι να είναι μέλη των τοπικών συνεταιρισμών, οι οποίοι με τη σειρά τους οφείλουν να παραδίδουν το σύνολο της παραγωγής γλεύκου και σταφυλιών στην Ενωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου (ΕΟΣΣ) που έχει το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής και εμπορίας του σαμιακού οίνου. Επιπλέον, οι μεμονωμένοι αμπελοκαλλιεργητές δεν επιτρέπεται να καταχωρίζονται ως παραγωγοί οίνου προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ).

Η Επιτροπή έκρινε ότι η υποχρέωση να παραδίδεται η συνολική παραγωγή γλεύκου και σταφυλιών σε οργάνωση παραγωγών ισοδυναμεί, στην πραγματικότητα, με την επιβολή απαγόρευσης παραγωγής οίνου στον μεμονωμένο παραγωγό και οι ελληνικές Αρχές παραβιάζουν το σχετικό άρθρο του κανονισμού ΚΟΑ, σύμφωνα με το οποίο «οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και οι προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις δύνανται να χρησιμοποιούνται από οποιαδήποτε επιχείρηση διαθέτει στην αγορά οίνο που παράγεται σύμφωνα με την αντίστοιχη προδιαγραφή προϊόντος».

Η Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή στις 26 Φεβρουαρίου 2016 στην οποία οι ελληνικές Αρχές απάντησαν στις 27 Απριλίου 2016. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι η απάντηση δεν είναι επαρκής. Πλέον η Ελλάδα έχει στη διάθεσή της δύο μήνες για να λάβει τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διορθώσει αυτή την κατάσταση, διαφορετικά η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει την παραπομπή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Λιγότεροι τόνοι κάθε χρόνο

Η οινοπαραγωγή από τους 352.600 τόνους το 1990 μειώθηκε σε 250.100 τόνους το 2015, χάνοντας μέσα σε 25 χρόνια περίπου 100.000 τόνους οίνου. Οσο για την κατανάλωση από 310.500 τόνους το 1995 έφθασε στους 234.700 τόνους το 2015