Η Ελβετία παρέμεινε στην πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης για την ανταγωνιστικότητα, ενώ η Ελλάδα παρέμεινε στάσιμη στην 81η θέση σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει χαμηλότερη βαθμολογία από χώρες όπως η Μποτσουάνα (71η θέση), η Ρουάντα (58η θέση) και η Τουρκία (51η θέση). Στη δεύτερη και την τρίτη θέση πίσω από την Ελβετία βρίσκονται η Σιγκαπούρη και οι ΗΠΑ αντίστοιχα.

Ειδικά για τις ΗΠΑ το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εξήρε τις εξελιγμένες επιχειρήσεις και την πολύ καλή συνεργασία μεταξύ εταιρειών και πανεπιστημίων. Η έκθεση κάνει λόγο επίσης για κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ελβετία λόγω της ανατίμησης του φράγκου μετά τον Ιανουάριο, τον σχεδόν μηδενικό πληθωρισμό και τα αρνητικά επιτόκια.

«Η ανάπτυξη της καινοτομίας και του ταλέντου» βοήθησε τις χώρες αυτές να παραμείνουν στην κορυφή, αναφέρεται στην έκθεση που περιλαμβάνει 140 διαφορετικές χώρες. «Σε πολλές χώρες πρόσβαση σε εκπαίδευση και επιμόρφωση υψηλού επιπέδου έχουν υπερβολικά λίγοι, ενώ οι αγορές εργασίας δεν είναι αρκετά ευέλικτες» αναφέρεται ακόμη.

Πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες δεν κατάφεραν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Η Βραζιλία έχασε 18 θέσεις και βρέθηκε στην 75η και η Τουρκία έχασε έξι θέσεις. Η Ινδία ανέβηκε στην 55η θέση, ενώ η Κίνα παρέμεινε στάσιμη στην 28η θέση αντικατοπτρίζοντας το μεταβατικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η οικονομία της. Η Γερμανία και η Ολλανδία ανέβηκαν στην κατάταξη φτάνοντας στην τέταρτη και την πέμπτη θέση αντίστοιχα, ενώ η Φινλανδία υποχώρησε στην όγδοη θέση.

Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, που κάθε χρόνο διοργανώνει τη συνάντηση προσωπικοτήτων από την οικονομία και τις επιχειρήσεις στο Νταβός, εκπονεί τη σχετική λίστα της ανταγωνιστικότητας μελετώντας το σύνολο των θεσμών, των εφαρμοσμένων πολιτικών και άλλων παραγόντων που καθορίζουν την παραγωγικότητα μιας χώρας. Η κατάταξη κάθε χώρας καθορίζεται από 12 διαφορετικούς δείκτες στους οποίους περιλαμβάνονται οι υποδομές, το μακροοικονομικό περιβάλλον και η τεχνολογία.

© Bloomberg News