Η απόκλιση που σημειώθηκε μεταξύ των 12 χωρών της ευρωζώνης που υιοθέτησαν το ευρώ το 1999 και το 2001, οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, σημειώνει στο μηνιαίο δελτίο της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Οι παράγοντες αυτοί αφορούν κυρίως την ύπαρξη αδύναμων θεσμών, διαρθρωτικές ακαμψίες, την χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και τις ανεπαρκείς πολιτικές για την αντιμετώπιση εκρήξεων στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.

Με βάση αυτή τη διαπίστωση, σημειώνει η ΕΚΤ, πολλοί παράγοντες έχουν καθοριστική σημασία για να διασφαλίσουν την πραγματική σύγκλιση των χωρών στο πλαίσιο την Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης:

Η μακροοικονομική σταθερότητα και ιδιαίτερα υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές, ένας υψηλός βαθμός ευελιξίας στις αγορές προϊόντων και εργασίας, ευνοϊκές συνθήκες για την αποτελεσματική χρήση του κεφαλαίου και της εργασίας στην οικονομία, η στήριξη της αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας (total factor productivity), η οικονομική ενοποίηση της ευρωζώνης και μία πιο ενεργή χρήση των εθνικών μέσων πολιτικής για την αποφυγή εκρήξεων και καταρρεύσεων των τιμών περιουσιακών στοιχείων και των πιστώσεων.

Εξετάζοντας πιο αναλυτικά, πώς μπορεί να επιτευχθεί η πραγματική σύγκλιση των χωρών της ευρωζώνης, η σχετική έκθεση της ΕΚΤ σημειώνει τα εξής:

Η πρώτη προϋπόθεση για μία βιώσιμη πραγματική σύγκλιση είναι η μακροοικονομική σταθερότητα. Στο σημείο αυτό, η ΕΚΤ αναφέρει ότι, μετά την κρίση, οι χώρες της ευρωζώνης που εντάχθηκαν σε προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής της ΕΕ – ΔΝΤ (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), έχουν επιτύχει πρόοδο στην αποκατάσταση των μακροοικονομικών ανισορροπιών τους και έχουν εφαρμόσει επίσης σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Στις περισσότερες από τις χώρες αυτές, τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών έχουν σχεδόν εξαφανισθεί. Τα δημοσιονομικά ισοζύγια έχουν επίσης βελτιωθεί σημαντικά σε σύγκριση με τα πολύ υψηλά ελλείμματα ως προς το ΑΕΠ που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ωστόσο, τονίζει η ΕΚΤ, εξακολουθούν να παραμένουν σε πολλές χώρες πολύ μεγάλες ανισορροπίες όσον αφορά στο δημόσιο, το ιδιωτικό και το εξωτερικό χρέος.

«Για να ξεπερασθούν πλήρως αυτά τα κατάλοιπα της κρίσης, είναι σημαντικό να σταθεροποιηθούν τα κέρδη ανταγωνιστικότητας που επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και να διατηρηθεί μία σταθεροποιητική δημοσιονομική πολιτική που θα διασφαλίζει ότι το δημόσιο χρέος θα επιστρέψει σε βιώσιμα επίπεδα τα επόμενα χρόνια».

Η δεύτερη προϋπόθεση για βιώσιμη σύγκλιση, σύμφωνα με την έκθεση, είναι η αυξημένη οικονομική ευελιξία που μπορεί να συμβάλει στη διόρθωση της κακής κατανομής του κεφαλαίου πριν από την κρίση. Η ΕΚΤ σημειώνει ότι ορισμένες από τις χώρες με χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος (όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία) υπέφεραν από πολύ υψηλά επίπεδα ακαμψίας των αγορών προϊόντων και εργασίας τους.

«Αν και οι χώρες που εντάχθηκαν σε προγράμματα οικονομικής βοήθειας εφάρμοσαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις από την έκρηξη της κρίσης, οι οποίες περιόρισαν την απόστασή τους σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης όσον αφορά την οικονομική ευελιξία, περαιτέρω προσπάθειες απαιτούνται για να κλείσει αυτή η διαφορά, πόσω μάλλον για να τις φέρει στο επίπεδο των χωρών με τις πιο ευέλικτες αγορές προϊόντων και εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο», τονίζει η έκθεση.

Ο τρίτος παράγοντας για τη βιώσιμη σύγκλιση είναι η επίτευξη υψηλότερης συνολικής παραγωγικότητας. Υπήρχε μία τάση για χαμηλή συνολική παραγωγικότητα σε ορισμένες από τις χώρες της Ευρωζώνης με χαμηλότερο εισόδημα πριν από την κρίση, διαπιστώνει η έκθεση, ακόμη και σε τομείς υψηλής παραγωγικότητας (όπως η μεταποίηση).

Οι εξειδικευμένες ανά χώρα πολιτικές θα πρέπει να ενισχύουν τους βασικούς παράγοντες της συνολικής παραγωγικότητας, προσθέτει η έκθεση, επικεντρώνοντας σε τρεις κύριους τομείς πολιτικής: α) τη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας, π.χ. με την αύξηση του ποσοστού των εξειδικευμένων εργαζομένων, β) τη βελτίωση της ποιότητας του κεφαλαίου με την προώθηση της καινοτομίας και της τεχνολογίας, και γ) τη δημιουργία θεσμικού πλαισίου που στηρίζει την καινοτομία των επιχειρήσεων.