Εχει εξαγγείλει από τις πρώτες κιόλας ημέρες που ανέλαβε στο υπουργείο, τη μείωση των τιμολογίων της ΔΕΗ, και της ΔΕΠΑ με στόχο τη μείωση του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς και χαμηλότερες τιμές στα καύσιμα.

Ο λόγος για τον υπουργό Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Π. Λαφαζάνη, και μέχρι στιγμής το μόνο που έχει συμβεί στο κεφάλαιο αυτό ήταν να μειωθούν οι τιμές στο φυσικό αέριο, μόνο που δεν συνέβη κατόπιν δικής του παρέμβασης, αλλά ως φυσικό επακόλουθο της βουτιάς του πετρελαίου τους τελευταίους μήνες.

Παράλληλα, ο αρμόδιος υπουργός έχει συστήσει μια ειδική επιτροπή που εξετάζει πως θα μειωθεί το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας. Το αντικείμενό της είναι να βρεθούν τρόποι εφαρμογής ενός μέτρου που συζητείται από πέρυσι, της επονομαζόμενης «διακοψιμότητας». Εφαρμόζεται και σε άλλες χώρες, και επιτρέπει σε ενεργοβόρες βιομηχανίες να διακόπτουν για συγκεκριμένες περιόδους τη λειτουργία τους, μειώνοντας έτσι τη συνολική ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια, με αντάλλαγμα εκπτώσεις στην τιμή του ρεύματος υψηλής τάσης που καταναλώνουν. Ανταμείβονται δηλαδή επειδή επιβαρύνουν λιγότερο το σύστημα.

Μέχρι εδώ όλα φαίνονται καλά. Που βρίσκεται επομένως το πρόβλημα; Στο μόνιμο ζήτημα που αντιμετωπίζει κάθε κόμμα όταν έρχεται στην εξουσία, και φοράει τα γυαλιά της πραγματικότητας, συνειδητοποιώντας ότι μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν: Στο σκέλος της χρηματοδότησης των όσων έχει εξαγγείλει. (Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τις προθέσεις Λαφαζάνη να ρίξει τα τιμολόγια στο ρεύμα ή στα καύσιμα).

Και αν για να μειωθούν τα τιμολόγια της ΔΕΗ ή οι τιμές της βενζίνης, ο μοναδικός τρόπος για να παρέμβει κανείς είναι να μειώσει τους υψηλότατους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης (επιβλήθηκαν με μνημονιακούς νόμους), στο θέμα της βιομηχανίας τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα.

Διότι, εδώ, όλα δείχνουν ότι, κάποιος θα χάσει, και φαίνεται ότι αυτός θα είναι οι ΑΠΕ, με βάση τις μέχρι τώρα συσκέψεις που έχουν γίνει για το θέμα.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ετησίως το κόστος της διακοψιμότητας εκτιμάται σε 60-65 εκατ. ευρώ από τον ΑΔΜΗΕ, και με βάση το σχετικό κείμενο που απέστειλε πέρυσι η Κομισιόν στην τότε κυβέρνηση, καλούνταν να το επωμιστούν όλοι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω ενός ειδικού τέλους (Ειδικό Τέλος για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, ΕΤΑΕΕ), το οποίο και θα αποδιδόταν στον Διαχειριστή της Μεταφοράς.

Το μεγαλύτερο μέρος του θα πληρωνόταν από τους παραγωγούς ΑΠΕ, ένα σημαντικό κομμάτι αναλογούσε στους ανεξάρτητους παραγωγούς, ενώ για τη ΔΕΗ κατέληγε να είναι μια ουδέτερη επιβάρυνση, δεδομένου ότι στο μέτρο εμπίπτουν και τα ορυχεία, ως βιομηχανικοί καταναλωτές, οπότε η επιχείρηση θα κατάφερνε έτσι να μηδενίσει την όποια επιβάρυνση.

Χθες, μετά και τη δεύτερη κατά σειρά συνάντηση της ειδικής επιτροπής που συστάθηκε από τον Π. Λαφαζάνη για το συγκεκριμένο θέμα, και στην οποία προεδρεύει ο Γ.Γ. Βιομηχανίας Ι. Τόλιος, αυτό που προκύπτει είναι ότι εναλλακτικές λύσεις για τη χρηματοδοτήση του μέτρου δεν διαφαίνονται.

Αν και ο εκπρόσωπος του υπουργείου δεν έχει εκφραστεί ακόμη επισήμως, κάτι που αναμένεται να γίνει στη τρίτη και τελευταία συνεδρίαση οπότε και θα συνταχθεί η εισήγηση προς τον Π. Λαφαζάνη, είναι σαφές ότι μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν.

Εάν το υπουργείο αποδεχθεί το κείμενο που απέστειλε πέρυσι η ΕΕ στην τότε κυβέρνηση, θεωρείται βέβαιο ότι θα βρει απέναντί του σύσσωμο το χώρο των ΑΠΕ, ο οποίος έχει διαμηνύσει μέσω αλληλογραφίας προς την πολιτική ηγεσία ότι θίγεται άμεσα από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου.

Τα επιχειρήματα των ΑΠΕ

Τι λένε συνοπτικά οι ΑΠΕ; Οτι η διακοψιμότητα είναι μια τεχνική διαχείρισης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν υπάρχει επάρκεια ισχύος στο σύστημα. Όταν αυτό συμβαίνει, η όποια επιβάρυνση πρέπει να μετακυλίεται σ’ αυτόν που απολαμβάνει τα οφέλη από την ύπαρξή της, δηλαδή στον τελικό καταναλωτή ενέργειας.

Υπό αυτό το πρίσμα- συνεχίζουν οι παραγωγοί ΑΠΕ- το μέτρο δεν είναι αναγκαίο, καθώς σήμερα υπάρχει μεγάλη επάρκεια ισχύος στο σύστημα. Επιπλέον, με το σχέδιο ρύθμισης της προηγούμενης κυβέρνησης εμφανίζονται να επιβαρύνονται οι παραγωγοί ενέργειας αντί για τους καταναλωτές. Αλλά επειδή οι θερμικοί παραγωγοί μπορούν και μετακυλίουν την επιβάρυνση στην Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) – ενώ οι ΑΠΕ δεν μπορούν να το κάνουν – τελικά τη νύφη την πληρώνουν οι ΑΠΕ και οι καταναλωτές που αγοράζουν ακριβότερα ρεύμα από τους προμηθευτές λόγω της υψηλότερης ΟΤΣ.

Συμπερασματικά, οι παραγωγοί ΑΠΕ θεωρούν ότι η διακοψιμότητα για μεν τους ίδιους θα καταλήξει να είναι μια ακόμη παράλογη επιβάρυνση- ένας ακόμη φόρος στα ήδη δραστικά μειωμένα από το «New Deal» ακαθάριστα έσοδα των έργων- για δε, τους καταναλωτές ένα ακόμη «χαράτσι», αυτή τη φορά για την ενίσχυση της βιομηχανίας.

Τα όσα συμβαίνουν γύρω από το ποιός θα χρηματοδοτήσει τη διακοψιμότητα δεν είναι παρά ένα παράδειγμα του πόσο δύσκολο είναι να βρεθούν πόροι για να ευνοηθεί ένας κλάδος, χωρίς να ανοίξουν πληγές αλλού.

Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν ως προς τις καλές προθέσεις του υπουργού να μειώσει τα τιμολόγια της ΔΕΗ, αφού από κάπου πρέπει να πάρει για να τα δώσει. Αυτός από τον οποίο θα πρέπει να πάρει, δεν είναι άλλος από τη ΔΕΗ, το πρόβλημα ρευστότητας της οποίας μόνο αμελητέο δεν είναι.

Οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί φτάνουν στα 1,8 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή η επιχείρηση πρέπει να βρει κεφάλαια τόσο για την αναχρηματοδότηση των δανεικών της αναγκών, όσο και για να καταβάλλει ως προκαταβολή για τις νέες της επενδύσεις.