Εχετε μπροστά σας έναν λογαριασμό της ΔΕΗ, τον κοιτάτε και παθαίνετε σοκ προσπαθώντας να καταλάβετε τι ακριβώς πληρώνετε και σε ποια τσέπη αυτό καταλήγει.

«Αυτός δεν είναι λογαριασμός, αλλά πρακτορείο που μαζεύει τα πάντα» σκέφτεστε. Διότι, εκτός από τη χρέωση για το ρεύμα, βλέπετε άλλες δέκα ακόμη διαφορετικές χρεώσεις, που στην πραγματικότητα δεν κατευθύνονται στον κουμπαρά της ΔΕΗ, παρά σε διαφορετικά ταμεία, όπως του Δημοσίου, των δήμων, της ΝΕΡΙΤ, του λογαριασμού ΑΠΕ κ.λπ.

Τι πραγματικά πληρώνουμε και σε ποιον, πώς υπολογίζονται οι χρεώσεις αυτές, ποιος ωφελείται, είναι μερικά από τα ερωτήματα που σας έρχονται στο μυαλό.

Γιατί τέσσερα στα δέκα ευρώ που πληρώνουμε μέσω του λογαριασμού δεν αφορούν ενεργειακές χρεώσεις και επτά στα δέκα ευρώ δεν αφορούν καν το κόστος του ρεύματος.

Τα επτά αυτά ευρώ εισπράττονται μέσω της ΔΕΗ – εισπράκτορα και πηγαίνουν για άλλους σκοπούς. Αποτέλεσμα ακριβώς αυτού του διευρυμένου εισπρακτικού ρόλου της ΔΕΗ είναι και η εκτίναξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών της στα 2 δισ. ευρώ, η αύξηση των οποίων ξεκίνησε όταν μπήκε το χαράτσι, αλλά συνεχίστηκε αφού τα πολλαπλά τέλη κάνουν πολύ βαρύ τον λογαριασμό.

Αν θέλαμε να ομαδοποιήσουμε τις χρεώσεις που εμφανίζονται στο έντυπο της ΔΕΗ, θα διακρίναμε τρεις κατηγορίες που εξυπηρετούν εντελώς διαφορετικούς σκοπούς.

1η ομάδα. Τι δουλειά έχει, για παράδειγμα, η ΔΕΗ με τη συλλογή άσχετων χρεώσεων προς το ρεύμα, όπως τα δημοτικά τέλη και το ανταποδοτικό τέλος για τη ΝΕΡΙΤ; Καλύπτουν περίπου το 25%-30% ενός λογαριασμού και αφορούν την πρώτη ομάδα χρεώσεων.

Πουθενά στην ΕΕ δημοτικά τέλη και χρεώσεις ξένες προς την ενέργεια δεν εισπράττονται από ενεργειακές εταιρείες. Παντού, οι δήμοι έχουν τον δικό τους μηχανισμό είσπραξης και η δημόσια τηλεόραση τον δικό της. Εδώ φυσικά δεν υπάρχουν. Κατά καιρούς οι διάφορες διοικήσεις της ΔΕΗ είχαν επιχειρήσει να πείσουν την κυβέρνηση να αποσυνδέσει τα τέλη από τον λογαριασμό, αλλά αυτό δεν προχώρησε ποτέ.

2η ομάδα. Ας πάμε στη δεύτερη ομάδα που συνιστούν οι φόροι, ένα 10%-12% του λογαριασμού. Το ηλεκτρικό ρεύμα υπερφορολογείται αφού την περίοδο 2010-2012 επιβλήθηκαν ή αυξήθηκαν τρεις διαφορετικοί ειδικοί φόροι κατανάλωσης: δύο στα καύσιμα που χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη στην ηλεκτροπαραγωγή (ΕΦΚ στο φυσικό αέριο, ΕΦΚ στο πετρέλαιο που καίνε οι μονάδες της ΔΕΗ στα νησιά) και ένας στο τελικό προϊόν (ΕΦΚστοηλεκτρικό ρεύμα). Εδώ προσθέστε και τον ΦΠΑ 13%.

3η ομάδα. Αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 60% του συνόλου ενός μέσου λογαριασμού γύρω στις 1.400 κιλοβατώρες / τετράμηνο. Απ’ αυτά, μόνο το 35% του συνόλου αφορά τη χρέωση για ρεύμα. Τα υπόλοιπα είναι μια σειρά χρεώσεων, όπως το Ενιαίο Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) που αφενός υπολογίζεται λανθασμένα, αφετέρου αντί για ξεχωριστή χρέωση στους λογαριασμούς θα έπρεπε να ενσωματωθεί στο κόστος του ρεύματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιβαρύνονταν οι λογαριασμοί, εξηγούν άνθρωποι του χώρου, παρά θα παρέμεναν στα ίδια επίπεδα αν το ΕΤΜΕΑΡ υπολογιζόταν ορθολογικά.

Στην ίδια κατηγορία ανήκουν οι χρεώσεις χρήσης συστήματος μεταφοράς και διανομής (σχεδόν 10% επί του συνόλου) και οι Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, μέσω των οποίων η πολιτεία επιβαρύνει όλους τους καταναλωτές με ένα ετήσιο κόστος 1 δισ. ευρώ. Σε ποσοστό περίπου 20%, το ποσό αυτό επιδοτεί το Κοινωνικό Οικιακό και το Πολυτεκνικό Τιμολόγιο. Σε ποσοστό όμως περίπου 80%, επιδοτεί το υψηλό κόστος παραγωγής ρεύματος των πανάκριβων ντιζελοκίνητων μονάδων της ΔΕΗ στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, προκειμένου οι νησιώτες να έχουν το ίδιο τιμολόγιο με την ηπειρωτική Ελλάδα.

Αν η διασύνδεση των Κυκλάδων που συζητιέται επί δεκαετίες είχε ήδη γίνει, το κόστος για τις χρεώσεις ΥΚΩ στους λογαριασμούς (5%-10% επί του συνόλου) θα έπεφτε κατακόρυφα. Ποιους εξυπηρετεί η καθυστέρηση; Τις εταιρείες που προμηθεύουν με πετρέλαιο τη ΔΕΗ.

ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΙΜΩΝ. Πολύς λόγος έχει γίνει για το ΕΤΜΕΑΡ. Καλύπτει την εκάστοτε ψαλίδα μεταξύ της εγγυημένης τιμής που βάσει νόμου παρέχει η πολιτεία στους παραγωγούς ΑΠΕ και του μέσου μεταβλητού κόστους των συμβατικών μονάδων. Σήμερα, για παράδειγμα, η εγγυημένη τιμή για τα αιολικά είναι περίπου 90 ευρώ / μεγαβατώρα, έναντι περίπου 60 ευρώ του μεσοσταθμικού κόστους των θερμικών μονάδων. Αρα τα 30 ευρώ υποτίθεται ότι καλύπτονται από το πράσινο τέλος. Στην πράξη, εξαιτίας του εσφαλμένου τρόπου υπολογισμού του ΕΤΜΕΑΡ, η χρέωση αυτή επιδότησε κατά κόρον τα τελευταία χρόνια τις λιγνιτικές μονάδες, δίνοντας στη ΔΕΗ τη δυνατότητα να καλύπτει τις αυξήσεις στο δικό της κόστος χωρίς συνεχείς ανατιμήσεις τιμολογίων. Το χειραγώγηση των τιμών γινόταν ως εξής: το ΕΤΜΕΑΡ υπολογιζόταν με βάση την τιμή χονδρικής ή Οριακή Τιμή του Συστήματος (ΟΤΣ), που διαμορφώνεται ανά ώρα. Αλλά η ΔΕΗ χειραγωγούσε την Οριακή Τιμή, κατεβάζοντάς την τεχνητά. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίγει η ψαλίδα με την εγγυημένη τιμή, άρα και η διαφορά που έπρεπε να καλύψει το ΕΤΜΕΑΡ. Ετσι, τα τελευταία χρόνια έγιναν απανωτές αυξήσεις στο πράσινο τέλος και κάθε φορά που αυτό συνέβαινε, ο καταναλωτής νόμιζε ότι πλήρωνε τις ΑΠΕ, παρότι, όπως έχει καταγγελθεί, μεγάλο τμήμα των ανατιμήσεων κατευθυνόταν στη ΔΕΗ και στους υπόλοιπους προμηθευτές της αγοράς. Εκτιμάται ότι αν το ΕΤΜΕΑΡ ήταν ορθά υπολογισμένο και αποδιδόταν σωστά, δεν θα χρειαζόταν να γίνει το 2014 το μεγάλο κούρεμα στις ταρίφες που εισπράττουν οι παραγωγοί ΑΠΕ.