Το βράδυ της Κυριακής 22 Μαρτίου, τα νότια προάστια της Αττικής «κουνήθηκαν» από μια δόνηση που το αστεροσκοπείο Αθηνών μέτρησε μόλις 3,2 Ρίχτερ.

Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε δύο μήνες που η Αττική ένοιωθε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της από μια δόνηση που στα χρονικά της σεισμολογίας θα περνούσε απαρατήρητη.

Ήταν μια δεύτερη σοβαρή υπενθύμιση ότι ακόμα και στο κέντρο μιας πόλης όπως η πρωτεύουσα, ή πολύ κοντά σε αυτήν, γίνονται σεισμοί που μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη αναστάτωση, ζημιές και ενδεχομένως να τινάξουν τον προϋπολογισμό ενός νοικοκυριού στον αέρα – πόσο μάλλον αν στα μηνιαία έξοδα «τρέχουν» και αυτά ενός στεγαστικού δανείου.

Ο σεισμός της 22ας Μαρτίου ταρακούνησε την Αττική γιατί έγινε μόλις 13 χλμ. νοτιοδυτικά της Αθήνας. Στις 16 Ιανουαρίου ένας άλλος σεισμός 3,2 Ρίχτερ είχε ταρακουνήσει τους Αθηναίους, με το επίκεντρο να εντοπίζεται από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο ακριβώς κάτω από τη λεωφόρο Βεΐκου στο Γαλάτσι, στην καρδιά δηλαδή του πολεοδομικού ιστού της πόλης!

Η σκληρή επιβεβαίωση ότι σεισμοί μπορούν να γίνουν ακόμα και κάτω από τον δρόμο που περνάμε καθημερινά με το αυτοκίνητό μας, λειτουργεί ως αφύπνιση:

Ενώ έχουμε ασφαλισμένο αυτό το αυτοκίνητό μας, πόσοι από εμάς έχουμε φροντίσει να διασφαλίσουμε το σπίτι μας και τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής από αστάθμητους παράγοντες;

Μολονότι η Ελλάδα είναι η 6η πιο σεισμογενής χώρα στον κόσμο – απελευθερώνοντας το 2% της παγκόσμιας σεισμικής ενέργειας και πλέον του 50% της ευρωπαϊκής κάθε χρόνο – μόλις το 15% των κατοικιών της επικράτειας είναι ασφαλισμένο για σεισμό.

Η Πολιτεία από την πλευρά της συνήθως αποζημιώνει τους πληγέντες μόνο από ισχυρούς σεισμούς – αλλά ακόμα και αυτές οι αποζημιώσεις είναι είτε πολύ μικρές σε σχέση με το μέγεθος των ζημιών, είτε καθυστερούν να δοθούν, είτε και τα δύο.

Προκύπτει λοιπόν εύλογα το ερώτημα αναφορικά με το κατά πόσο θα είχαμε τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουμε οικονομικά σε περίπτωση σοβαρής ζημιάς ή καταστροφής – που μπορεί να πιστεύουμε ότι δεν θα μας συμβεί ποτέ, αλλά οι πιθανότητες δυστυχώς δεν είναι πάντα μαζί μας ακόμα και αν εμείς επιλέγουμε να το αγνοούμε: Σύμφωνα με έρευνα που έγινε το 2014, έξι στους δέκα πληγέντες από τον μεγάλο σεισμό της Κεφαλονιάς πίστευε ότι δεν θα επηρεαστεί από έναν σεισμό, μολονότι το νησί είναι από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Μεσογείου!

Δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά για να θωρακίσουμε το σπίτι μας από φυσικές καταστροφές όπως ο σεισμός. Επενδύοντας όμως σε μια ασφάλεια σπιτιού, μπορούμε να «θωρακιστούμε» από τις οικονομικές συνέπειες που ενδέχεται να επιφέρουν τέτοιες καταστροφές. Στην ελεύθερη αγορά θα βρει κανείς οικονομικά πακέτα που ανταποκρίνονται στις ασφαλιστικές του ανάγκες. Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι το χαμηλό κόστος να συνοδεύεται από φερεγγυότητα και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες.

Μια σωστή έρευνα αγοράς και μέσω Διαδικτύου μπορεί να μας προσφέρει καλές και άμεσες λύσεις, να μας προσφέρει τη δυνατότητα να υπολογίσουμε μόνοι μας τα ασφάλιστρα της κατοικίας μας και να ασφαλίσουμε τελικά το σπίτι μας σε λιγότερο από πέντε λεπτά, ξενοιάζοντας μια για πάντα από έναν ύπουλο κίνδυνο.

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που τα πιστωτικά ιδρύματα θέτουν ως απαραίτητο όρο για τη χορήγηση στεγαστικού δανείου την ασφάλιση κατοικίας. Θέλουν να διασφαλιστούν με κάθε τρόπο, καθώς μέχρι την αποπληρωμή του δανείου έχουν ουσιαστικά «επενδύσει» στην αγορά του ακινήτου μας. Ο δανειολήπτης από την πλευρά του έχει πλέον το δικαίωμα να επιλέξει εκείνος τον ασφαλιστικό του φορέα, εξετάζοντας τις εναλλακτικές επιλογές και γλιτώνοντας πολλά χρήματα. Και είναι ένα από τα καλά να μπορείς να αποφασίζεις εσύ για την ασφάλεια της κατοικίας σου.