Οι πλούσιοι Αμερικανοί γίνονται ακόμα πλουσιότεροι. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της νέας λίστας Forbes 400 που δημοσιοποίησε το έγκυρο περιοδικό Forbes, το οποίο εξέτασε τα περιουσιακά στοιχεία των αμερικανών μεγιστάνων – από τη Γουόλ Στριτ μέχρι τη Σίλικον Βάλεϊ.

Πλουσιότερος άνθρωπος στις Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκε – για 21η συνεχόμενη χρονιά – ο ιδρυτής της Microsoft Μπιλ Γκειτς, με περιουσία που ανέρχεται στα 81 δισ. δολάρια. Φιλάνθρωπος και οραματιστής ο Μπιλ Γκέιτς είδε την περιουσία του να αυξάνεται κατά εννέα δισ. δολάρια από το 2013, σύμφωνα με τη μελέτη του Forbes. Πολλά από τα κέρδη του ωστόσο διοχετεύονται στο Ιδρυμα που έχει μαζί με τη σύζυγό του Μελίντα.

Στη δεύτερη θέση του σχετικού καταλόγου είναι ο μεγαλοεπενδυτήςΓουόρεν Μπάφετ, η περιουσία του οποίου υπολογίστηκε στα 67 δισ. δολάρια.

Στην τρίτη θέση της λίστας του Forbes 400, ακολουθεί μια αμφιλεγόμενη τελευταία προσωπικότητα ακόμη και για τα χαλαρά ήθη του αμερικανικού επιχειρηματικού κόσμου: ΟΛάρι Ελισον έχει περιουσία στα 50 δισ. δολάρια. Μέχρι και πριν από λίγες εβδομάδες ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της Oracle, οπότε και παραιτήθηκε . Μέτοχοι της Oracle ζήτησαν οικονομικό έλεγχο για τις αποδοχές του Eλισον, υποστηρίζοντας πως ήταν αδικαιολόγητες με βάση τα μη ικανοποιητικά αποτελέσματα της εταιρείας.

Στη συνέχεια της λίστας, στην 4η θεση, συναντάμε τους αδελφούς Τσαρλς και τον Ντειβιντ Κοχ, συνιδιοκτήτες της ομώνυμης βιομηχανίας και γνωστοί ως βασικοί χρηματοδότες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ο καθένας τους έχει περιουσία στα 42 δισ. δολάρια.

Στη δέκατη θέση μα πιο κερδισμένος από όλους για τη χρονιά που πέρασε ο ιδρυτής του Facebook, Μαρκ Ζάκερμπεργ του οποίου η καθαρή περιουσία αυξήθηκεαπό 15 δισ. δολάρια σε 34 δισ. δολάρια!

Γενικά, ο συνολικός πλούτος των 400 πλουσιότερων ανθρώπων της Αμερικής, σύμφωνα πάντα με το Forbes, αυξήθηκε κατά 270 δισ. δολάρια μέσα σε 12 μήνες, για να φθάσει στο ρεκόρ των 2,29 τρισ. δολαρίων.

Κατά μέσο όρο ένας Αμερικανός που βλέπει το όνομά του στη λίστα Forbes 400 έχει περιουσία 5,7 δισ. δολάρια, από 5 δισ. δολάρια πέρυσι.