Το καλοκαίρι του 1999 η Ελλάδα «έπαιζε» Χρηματιστήριο. Σε πόλεις και χωριά, μέσα από τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες και ΕΛΔΕ, οι Ελληνες ζούσαν και ανέπνεαν στους ρυθμούς της Σοφοκλέους. Οι ενεργοί κωδικοί επενδυτών έφτασαν το 1,5 εκατομμύριο, όταν την ίδια στιγμή οι εργαζόμενοι Ελληνες ανέρχονταν σε 4,5 εκατομμύρια. Το ταμπλό της Σοφοκλέους κάθε μέρα αναβόσβηνε, σημάδι ότι οι μετοχές είχαν φτάσει στο λίμιτ απ της ανόδου τότε (μόλις 8%).

Στις ημέρες του χρηματιστηριακού πυρετού που ζούσε τότε η χώρα ο ημερήσιος τζίρος στη Σοφοκλέους έφτανε τα 400 δισ. δραχμές (περίπου 1,15 δισ. ευρώ) και οι εντολές αγοράς έφταναν από όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας. Συνολικά, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 100 δισ. ευρώ πραγματικού χρήματος που άλλαξαν χέρια την περίοδο της χρηματιστηριακής φρενίτιδας.

Η ξέφρενη κούρσα του Χρηματιστηρίου είχε ξεκινήσει κάποιους μήνες πριν, αλλά κορυφώθηκε το ζεστό καλοκαίρι του ’99. Ενάμιση χρόνο πριν, τον Μάρτιο του 1998, ο γενικός δείκτης βρισκόταν στις 1.400 μονάδες. Το καλοκαίρι του ’99 είχε ξεπεράσει τις 5.000 μονάδες, ενώ η Σοφοκλέους έκανε ιστορικό ρεκόρ στις 17 Σεπτεμβρίου 1999, όταν ο γενικός δείκτης σκαρφάλωσε στις 6.355 μονάδες. Ακόμη και ο σεισμός στην Αττική, στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, δεν ήταν αρκετός για να κάμψει την ξέφρενη πορεία.

Τον Σεπτέμβριο του 1999 η αξία των εισηγμένων εταιρειών αντιστοιχούσε στο 192% του ΑΕΠ ή σε περίπου 77 τρισ. δραχμές. Στο τέλος του 1998 η συνολική κεφαλαιοποίηση ανερχόταν στο 64,3% του ΑΕΠ, έναντι 31,7% το 1997 και μόλις 20% το 1996.

Η κούρσα του Χρηματιστηρίου τροφοδοτήθηκε από τη θετική οικονομική συγκυρία της εποχής και γιγαντώθηκε από τη δίψα των επενδυτών για γρήγορο κέρδος, αλλά και από τη χειραγώγηση της αγοράς και τις «γκρίζες» πρακτικές των θεσμικών και των επιχειρηματιών. Η επικείμενη ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ αλλά και η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 –με ό,τι αυτό σήμαινε για τον εγχώριο κατασκευαστικό κλάδο, και όχι μόνο –ήταν η μαγιά για να ξεκινήσει το «πάρτι» της Σοφοκλέους.

Παράλληλα, το θετικό διεθνές κλίμα, με τη «φούσκα» της Νέας Οικονομίας να γιγαντώνεται στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, έδινε μια επίφαση διεθνούς ευημερίας για τις αγορές.

Η φρενίτιδα των «επενδυτών» στην Ελλάδα όμως πήρε εντυπωσιακές διαστάσεις λόγω και του ελλιπούς ρυθμιστικού πλαισίου αλλά και της πλημμελούς εφαρμογής του. Ο «αέρας», η αγορά δηλαδή μετοχών χωρίς το διαθέσιμο κεφάλαιο, ήταν καθημερινή πρακτική, όχι μόνο από γνώστες και ειδικούς της αγοράς αλλά και από τους μικροεπενδυτές, οι οποίοι με περιορισμένα χρήματα αγόραζαν μετοχές δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα, τα μετοχοδάνεια δίνονταν αφειδώς και χωρίς ουσιαστικά κριτήρια από τις τράπεζες, καθώς οι πελάτες τους έσπευδαν να δανειστούν χρήματα ώστε να μη χάσουν το «πάρτι» της αγοράς.

Την ίδια στιγμή, μεγαλοεπενδυτές, θεσμικοί και επιχειρηματίες είχαν επιδοθεί σε έναν ξέφρενο χορό χειραγώγησης, διαδίδοντας φήμες για δήθεν επιχειρηματικές συμφωνίες, υπερκέρδη και επικείμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να δελεάσουν τους υποψήφιους επενδυτές και να «ξεφορτώσουν» σε αυτούς μετοχές που είχαν αγοράσει πολύ χαμηλότερα. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνου του καλοκαιριού απασχόλησαν τότε τη Δικαιοσύνη και οι «μετοχές φούσκες» συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο νομικής αντιπαράθεσης στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Η τρέλα του Χρηματιστηρίου είχε χτυπήσει ολόκληρη την Ελλάδα, φέρνοντας μαζί της την άνθηση των ΕΛΔΕ (Εταιρείες Λήψης και Διαβίβασης Εντολών), που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια σε ολόκληρη την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στην εποχή της φρενίτιδας σε όλη τη χώρα λειτουργούσαν περισσότερες από 1.000(!) ΕΛΔΕ, ενώ ο… ελδεάρχης ήταν σεβαστό πρόσωπο στις τοπικές κοινωνίες, μια και στα μάτια των μικροεπενδυτών ήταν ο γνώστης της αγοράς. Και αυτό, παρότι οι πραγματικοί επαγγελματίες και γνώστες της αγοράς ήταν ελάχιστοι σε σχέση με το σύνολο εκείνων που έσπευσαν να αδράξουν την ευκαιρία, εκμεταλλευόμενοι το νομικό πλαίσιο που επέτρεπε το άνοιγμα μιας ΕΛΔΕ με αρχικό κεφάλαιο μόλις 60 εκατ. δραχμές.

Οσο για τον «ναό του χρήματος», τη Σοφοκλέους, το καλοκαίρι του ’99 ήταν το απόλυτο σημείο αναφοράς. Οι χρηματιστές έδιναν αφειδώς εντολές εκατομμυρίων δραχμών, πολύ συχνά χωρίς αντίκρισμα, ενώ οι επενδυτές ζητούσαν να αγοράσουν «έστω και κάτι», καθώς οι μετοχές που προτιμούσαν αρχικά είχαν «κλειδώσει» στο λίμιτ απ από την αρχή της συνεδρίασης. Τα πρωινά των καθημερινών η Ελλάδα παρακολουθούσε ευλαβικά στην τηλεόραση τον Νίκο Σαμοΐλη να σχολιάζει τη συνεδρίαση, ενώ τα τηλέφωνα των χρηματιστηριακών εταιρειών έπαιρναν φωτιά.

Οι ίδιοι οι χρηματιστές πάλι, αποκομίζοντας κέρδη από τις υψηλές προμήθειες, αλλά και από τις επενδύσεις που έκαναν για λογαριασμό πελατών τους, έσπευσαν να ανακαινίσουν τα γραφεία τους, να προσλάβουν προσωπικό και να μετατρέψουν μικρές, συχνά οικογενειακές, επιχειρήσεις σε σημαντικού μεγέθους εταιρείες.

Το πάρτι τελείωσε με τον ερχομό του φθινοπώρου. Οι δηλώσεις του τότε διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Νίκου Γκαργκάνα ήταν το σημείο καμπής. Μετά τις 23 Σεπτεμβρίου ο δείκτης ξεκίνησε την καθοδική του πορεία και έκτοτε δεν έχει καταφέρει να φτάσει τα επίπεδα του «χρυσού» εκείνου καλοκαιριού…