Νέα κόντρα, και μάλιστα παρουσία του προέδρου της COSCO κάπτεν Γουέι Τζιαφού, βρίσκεται από χθες σε εξέλιξη μεταξύ του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς και του ΤΑΙΠΕΔ καθώς οι δύο πλευρές παρουσιάζονται με εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το μέλλον του λιμανιού του Πειραιά.

Ο Οργανισμός Λιμένως Πειραιώς, διά στόματος του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου του, Γιώργου Ανωμερίτη, ξεκαθαρίζει ότι η πολιτική των παραχωρήσεων είναι η πλέον επωφελής λύση για τη διασφάλιση των συμφερόντων της χώρας.

Ο πρόεδρος του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) Στέλιος Σταυρίδης, εκφράζοντας ως έναν σημαντικό βαθμό και την πολιτική βούληση της κυβέρνησης, κινήθηκε εκ διαμέτρου αντίθετα από τον κ. Ανωμερίτη, υποστηρίζοντας ότι η θέση του ΤΑΙΠΕΔ για το θέμα του ΟΛΠ είναι δεδομένη: «Εμείς θέλουμε», είπε, «ένα λιμάνι του Πειραιά το οποίο να αναπτυχθεί συνολικά και όχι ετεροβαρώς».

Την ίδια ώρα οι πληροφορίες φέρουν τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά αποφασισμένο να προχωρήσει στην πλήρη ιδιωτικοποίηση του λιμανιού μέσω της παραχώρησης του μεγαλύτερου μέρους του 75% των μετοχών που κατέχει σήμερα το Δημόσιο στον ΟΛΠ και συγκεκριμένα στο ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο θα έχει και τον τελευταίο λόγο στο τι μέλλει γενέσθαι.

ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΡΙΓΜΩΝ. Στο περιθώριο όµως των αστραφτερών χαµόγελων η κόντρα καλά κρατεί και, το κυριότερο, ουδείς γνωρίζει πώς θα τελειώσει, µια και το ΤΑΙΠΕΔ, κατέχοντας το πλειοψηφικό πακέτο των µετοχών του ΟΛΠ, µπορεί να προχωρήσει σε έκτακτη γενική συνέλευση επιδιώκοντας αλλαγές στη διοίκηση του Οργανισµού.

Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι μια τέτοια κίνηση αυτόματα θα φορτίσει αρνητικά την προσπάθεια της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μια συντεταγμένη και επιτυχημένη μεταρρύθμιση διεθνούς επιπέδου, αφού θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλέσει τριγμούς μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη χρονική στιγμή.

Για να πεισθεί ο κ. Ανωμερίτης να μεταβάλει θέση ή να οδηγηθεί στην απομάκρυνση χωρίς να υπάρξουν σοβαροί τριγμοί θα πρέπει προηγουμένως να έχει πεισθεί ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών Βαγγέλης Βενιζέλος.

Ο κ. Βενιζέλος, εκτός από τις φιλοφρονήσεις που έσπευσε να ανταλλάξει με τον πρόεδρο της COSCO την περασμένη Πέμπτη, καθώς τον παρασημοφορούσε για την προσφορά του στην Ελλάδα, δεν δείχνει απόλυτα έτοιμος να συμφωνήσει σε μια πλήρη ιδιωτικοποίηση, καθώς γνωρίζει ότι το επόμενο λιμάνι που ακολουθεί τον Πειραιά είναι αυτό της Θεσσαλονίκης, της ιστορικής εκλογικής του περιφέρειας.

Και ενώ στο ελληνικό στρατόπεδο ακόμη αναζητούν τη φόρμουλα εκείνη που θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα χωρίς να προκληθούν ανεπανόρθωτες ζημιές ή άλλα «ατυχήματα», το μεγάλο αφεντικό της COSCO συνεχίζει σταθερά να επιμένει στο πλάνο του, που δεν είναι άλλο από την πλήρη ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Πειραιά.

Στην παρούσα φάση αυτό που ήθελε να πάρει το πήρε και συγκεκριμένα πήρε ένα μνημόνιο επέκτασης της συνεργασίας της ΣΕΠ ΑΕ με τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς για την επέκταση της Προβλήτας 3 δυτικά, μέσω της κατασκευής ενός ακόμη σύγχρονου τέρμιναλ, αυτή τη φορά πάνω στη θάλασσα. Μια νέα επένδυση της COSCO (ΣΕΠ ΑΕ) ύψους άνω των 220 εκατομμυρίων ευρώ.

Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ. Σήµερα αρκετοί στην Ελλάδα όταν αναφέρονται στις σχέσεις της χώρας µε την Κίνα, όπως αυτές έχουν διαµορφωθεί στη διάρκεια των τελευταίων ετών, κυρίως µετά την είσοδο των Κινέζων στο ελληνικό λιµενικό σύστηµα, δηλώνουν προβληµατισµένοι και υποστηρίζουν, κάποιοι µε σθένος, ότι ο δρόµος που µας δείχνει η COSCO να βαδίσουµε, αυτός της πλήρους ιδιωτικοποίησης, µας οδηγεί σε απώλεια εθνικής κυριαρχίας στο λιµάνι του Πειραιά, προκαλεί δε µια νέα µονοπωλιακή κατάσταση, αφού ο απόλυτος έλεγχος περνά από το κράτος σε έναν ιδιώτη.

Από την πλευρά τους τα στελέχη της COSCO απορρίπτουν την άποψη ότι η πλήρης ιδιωτικοποίηση οδηγεί σε απώλεια εθνικής κυριαρχίας, εκφράζοντας τη θέση ότι ακόμη και η ιδιωτικοποίηση στην πραγματικότητα είναι παραχώρηση αφού ο αιγιαλός έχει παραχωρηθεί με ειδικό νόμο στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιά για ένα εύλογο χρονικό διάστημα 49 ετών. Στη λήξη της περιόδου αυτής η τότε κυβέρνηση, λένε οι άνθρωποι της COSCO, θα κληθεί εκ νέου να αποφασίσει για το αν θα επεκτείνει τη συνεργασία με τον κινεζικό όμιλο ή εάν θα ζητήσει από τους Κινέζους να αποχωρήσουν, προχωρώντας ταυτόχρονα στην ίδρυση ενός νέου ΟΛΠ ο οποίος και θα διαχειρίζεται πλέον το λιμάνι.